RSS FeedRSS FeedLivestreamLivestreamVimeoVimeoTwitterTwitterFacebook GroupFacebook Group
You are here: The Platypus Affiliated Society/Archive for author editor

Μαρξ και 1848

Ο Μαρξ δεν ήταν ο συγγραφέας αλλά η ευφυής κριτική φυσιογνωμία που συμμετείχε στην Αριστερά κατά τον 19ο αιώνα. Ο σοσιαλισμός και ο κομμουνισμός δεν εφευρέθηκαν από τον Μαρξ, τον Ένγκελς και τους συνεργάτες (και αντιπάλους) τους στην Αριστερά, αλλά προέκυψαν από τις αντιφάσεις της ίδιας της σύγχρονης κοινωνίας, όπως αυτές εκφράσθηκαν στη Γαλλική Επανάσταση του 1789 και στο σύγχρονο εργατικό κίνημα που αναδύθηκε μαζί με τη Βιομηχανική Επανάσταση στις αρχές του 19ου αιώνα. Η σπουδαία διορατικότητα του Μαρξ ήταν να θεωρήσει την ίδια την Αριστερά ως σύμπτωμα του καπιταλισμού που δεν αντιτίθεται σε αυτόν έξωθεν αλλά εκ των ένδον, εμμενώς. Εντούτοις, ο Μαρξ υποστήριξε την Αριστερά, το σύγχρονο σοσιαλιστικό εργατικό κίνημα, ενώ προσπάθησε να πιέσει για την περαιτέρω ανάπτυξή της, και να συντελέσει ώστε να αναγνωρισθεί ο τρόπος με τον οποίο παραπέμπει πέραν του εαυτού της

Η σκέψη του Μαρξ κατάγεται από την εμμενή κριτική της χειραφετητικής πολιτικής μετά το 1789, τον γαλλικό σοσιαλισμό, τη γερμανική ιδεαλιστική φιλοσοφία και τη βρετανική πολιτική οικονομία. Μέχρι το 1848, την εποχή του Κομμουνιστικού Μανιφέστου των Μαρξ και Ένγκελς και των επαναστατικών εξεγέρσεων [uprisings] στη Γαλλία, τη Γερμανία και άλλα μέρη της Ευρώπης (οι οποίες πυροδοτήθηκαν από την παγκόσμια οικονομική ύφεση της δεκαετίας του 1840), η πολιτική της κοινωνικής ισότητας και δημοκρατίας είχε γίνει περισσότερο περίπλοκη και εμβριθής συγκριτικά με ό,τι η ρουσσωϊκή πολιτισμική κριτική της σύγχρονης κοινωνίας (το σύνθημα του Προυντόν “η ιδιοκτησία είναι κλοπή”) μπορούσε να συμπεριλάβει – ή μπορούσε να ελπίζει ότι θα υπερβεί. Μέχρι το 1848, η ριζοσπαστική δημοκρατία, υπό τη μορφή της εξέγερσης [revolt] εκ μέρους της “αστικής” (αστεακής – urban) “τρίτης τάξης” (συμπεριλαμβανομένων των εργατών), απέτυχε: το κεφάλαιο απειλούνταν από την κοινωνική δημοκρατία, καθότι η τελευταία ωθούσε πέρα από τις μορφές της κοινωνικής αναπαραγωγής του. Η συνέπεια της αποτυχημένης επανάστασης του 1848 ήταν [αφενός] η έλευση εμφατικών μορφών “μαζικής” πολιτικής και [αφετέρου] το σύγχρονο εθνικό κοινοβουλευτικό-βοναπαρτιστικό κράτος με το οποίο εξακολουθούμε να ζούμε μέχρι σήμερα.

Μετά την κρίση που ακολούθησε το 1848 στην Αριστερά, ο Μαρξ καταπιάστηκε με την κριτική-διαλεκτική σύλληψη του καπιταλισμού, αναγνωρίζοντας ότι ο καπιταλισμός είναι μια μορφή χειραφέτησης που (ανα)συγκροτεί μια ειδική μορφή κυριαρχίας πάνω στην κοινωνία: η επιταγή να παραχθεί “υπεραξία” και με αυτόν τον τρόπο να κεφαλαιοποιηθεί η εργασία υπό μορφές που μεσολαβούνται και καταμετρώνται με τον χρόνο εργασίας. Το κεφάλαιο έγινε μια μορφή πλούτου που δύναται να μετρηθεί ως μια επένδυση κοινωνικής εργασίας, μια μορφή που διαφυλάσσει και εφοδιάζει αξία για το μέλλον, αλλά μια μορφή στην οποία η “νεκρή” εργασία κυριαρχεί στη ζωντανή εργασία.

Μετά το 1917, ο Λούκατς επανάκτησε την αντίληψη του Μαρξ σχετικά με την αντιφατική αλλά καταστατική ταυτότητα και μη ταυτότητα της κοινωνικής εκμετάλλευσης και κυριαρχίας στον καπιταλισμό που δημιουργεί μορφές δυσαρέσκειας και μεσιτείας [agency] – ιδεολογίες, συμπεριλαμβανομένης της Αριστεράς – οι οποίες αναπαράγουν και διαιωνίζουν μια κοινωνία που κυριαρχείται από το κεφάλαιο, μια αντίφαση του κοινωνικού Είναι και της συνείδησης για τα υποκείμενα της εμπορευματικής μορφής.

Για τον Μαρξ, ο καπιταλισμός καθ’ εαυτόν προετοιμάζει και προκαλεί το χειραφετητικό κοινωνικό δυναμικό το οποίο εξίσου περιορίζει. Ως κοινωνική μορφή, το κεφάλαιο παραπέμπει πέραν του εαυτού του.

Λένιν, Λούξεμπουργκ και 1917

Στη στροφή του 20ου αιώνα, η νεότερη γενιά ριζοσπαστών στη Σοσιαλδημοκρατική Δεύτερη Διεθνή θεώρησε δεδομένο τον επαναστατικό χαρακτήρα των μαρξιστών προκατόχων τους (Κάουτσκυ, Πλεχάνοφ), αλλά [αυτοί οι ριζοσπάστες] αντιμετώπιζαν με δυσκολία τα προβλήματα του κινήματος το οποίο τόσο ένθερμα υπερασπίζονταν. Οι καθιερωμένοι φορείς της επαναστατικής μαρξιστικής εντολής βρέθηκαν φοβερά απομονωμένοι στην Αριστερά με το ξέσπασμα του Παγκόσμιου Πολέμου το 1914. Η Ρωσία αποδείχθηκε ο “πιο αδύναμος κρίκος” στο παγκόσμιο σύστημα του καπιταλισμού, ενώ έγινε το επίκεντρο του επαναστατικού πολιτικού αγώνα, αλλά με το παράδοξο αποτέλεσμα του, σύμφωνα με τα λόγια του Λένιν, “παραμορφωμένου κράτους των εργατών” που εφαρμόζει τον “κρατικό καπιταλισμό” στο βαλτώδες μέτωπο του παγκόσμιου κεφαλαίου, το οποίο “ανάρρωσε” πολύ γρήγορα από την κρίση του πολέμου. Η Λούξεμπουργκ και οι σύντροφοί της στη Γερμανία υποστήριξαν τους Μπολσεβίκους, αλλά ως μαρξιστές παρέμειναν κριτικοί, καθώς γνώριζαν ότι ο Οκτώβρης του 1917 προώθησε την αναγκαιότητα μιας παγκόσμιας επανάστασης, θέτοντας ένα “πρόβλημα” στη Ρωσία που δεν μπορούσε να “λυθεί” εκεί. Πασχίζοντας να παραμείνουν πιστοί στις αρχές του μαρξισμού, στην πραγματικότητα ο Λένιν, η Λούξεμπουργκ και οι υποστηρικτές τους μετασχημάτισαν το μαρξιστικό κίνημα, αλλά με εξαιρετικά άνισους τρόπους που, με την υπέρτατη αποτυχία και προδοσία της αντικαπιταλιστικής επανάστασης που είχε ξεκινήσει το 1917-19, προετοίμασε τον μελλοντικό εκφυλισμό της Αριστεράς. – ο οποίος έπληξε στον ίδιο βαθμό την αυτοκατανόησή της.

Τρότσκι

Όταν ο Στάλιν ανακοίνωσε την πολιτική του “σοσιαλισμού σε μια χώρα”, δεν κατάργησε έτσι κατηγορηματικά μια επαναστατική μαρξιστική προοπτική, αλλά πολύ περισσότερο προσαρμόστηκε στις περιστάσεις της Ρωσικής Επανάστασης μετά το 1924. Ούτε οι επαναστάτες που ήταν λιγότερο κυνικοί από τον Στάλιν ούτε οι Μπολσεβίκοι που χειραγωγήθηκαν και δολοφονήθηκαν από αυτόν υποστήριξαν τη θέση ότι μονάχα η ριψοκίνδυνη πολιτική του παγκόσμιου κομμουνισμού είχε κάποια ελπίδα να διαφυλάξει, πολλώ δε μάλλον να πολλαπλασιάσει, τα πολύ μετριοπαθή κέρδη του 1917. Με την απουσία αυτής της πολιτικής, η επείγουσα ανάγκη της “διαφύλαξης της επανάστασης” απαιτούσε ακόμη μεγαλύτερες θυσίες, μια εκτυλισσόμενη καταστροφή για την ανθρωπότητα.

Αντόρνο

Η αποσύνθεση του επαναστατικού μαρξισμού από τη δεκαετία του 1930 έφερε στο προσκήνιο το έντονο πρόβλημα της κριτικής συνείδησης στην Αριστερά. Η ριζική κρίση του πολέμου και της κοινωνικής επανάστασης κατά την περίοδο 1914-19 παρήγαγε το αντιδραστικό της συμπλήρωμα, το δηλητηριώδες κίνημα του φασισμού και την επανάληψη του παγκόσμιου πολέμου που είχε ρημάξει την Αριστερά έως το 1945. Ως επακόλουθο της αντεπανάστασης και της αντίδρασης μετά το 1919 αναδύθηκε η δομή του “αυταρχικού χαρακτήρα” για την κοινωνική και πολιτική υποκειμενικότητα που εκφράσθηκε διεισδυτικά, όχι μόνο στις συγκεντρώσεις των μελανών και καστανών χιτώνων, αλλά και στο Λαϊκό Μέτωπο, όπως και, αργότερα, στον “εθνικισμό” του “Τρίτου Κόσμου”. Η “αυταρχική προσωπικότητα”, με τον χαρακτηριστικό πληγωμένο ναρκισσισμό και σαδομαζοχισμό της, κατέδειξε έναν οπισθοδρομικό “φόβο της ελευθερίας”.

Ο “μαρξισμός” έγινε κομμάτι της ιδεολογίας της αντιδραστικής κοινωνικής πραγματικότητας του “αναπτυγμένου” καπιταλισμού, αλλά ένα κομμάτι που εξακολουθούσε, σιγοκαίοντας στην ιστορία, να παραπέμπει πέρα από τα όρια της “αστικής” ιδεολογίας, της οποίας το κενό προοριζόταν να καλύψει. Κατά την περίοδο της θριαμβικής αντεπανάστασης που χαρακτήρισε τον όψιμο 20ο αιώνα, η ερώτηση και το πρόβλημα της κριτικής κοινωνικής συνείδησης επανεμφανίσθηκαν. Η επανάκτηση του κριτικού περιεχομένου της μαρξικής θεωρίας και πράξης αποδείχθηκε ένα δυσπρόσιτο ζήτημα έως τη δεκαετία του 1960, αλλά ένα ζήτημα που στοίχειωσε την Αριστερά αναφορικά με τον κοινωνικο-πολιτικό αποπροσανατολισμό και τη συγκάλυψη της αποστολής και του σχεδίου της χειραφέτησης που συνιστά την εμβριθέστερη κληρονομιά της ηττημένης και αποτυχημένης επανάστασης.

Από το ’68 – και το ’89 – στο σήμερα

Έως τη δεκαετία του 1960, η “Αριστερά” αρνήθηκε όλο και περισσότερο τα δικαιώματα και τις ευθύνες των πληθυσμών που ήταν στρατηγικά τοποθετημένοι στην καρδιά του παγκόσμιου κεφαλαίου να αλλάξουν την πορεία της ιστορίας. – Σύμφωνα με τη λακωνική διατύπωση της Σούζαν Σόνταγκ [Susan Sontag] το 1967, “η λευκή φυλή είναι ο καρκίνος της ανθρώπινης ιστορίας”. – Αυτό που υποστηρίχθηκε ήταν η παθητική προσδοκία της κατάληψης της ιστορικής σκηνής από τους “υποδεέστερους” (“subalterns”), χωρίς καμία κριτική μέριμνα για τις πραγματικές πολιτικές μορφές που αυτή η κατάληψη λαμβάνει. – Όπως το έθεσε ο Αντόρνο κατά τις απαρχές της αποαποικιοποίησης: “Οι άγριοι δεν είναι περισσότερο ευγενείς” (1944). – Αυτή η παραίτηση έλαβε διαφορετικές μορφές αυταπάρνησης – συμπεριλαμβανομένων ρατσιστικών ενθουσιασμών για την “πολιτισμική διαφορά” – που συντέλεσαν στην απόσυρση της πολιτικής.

Το τελευταίο καρφί στο φέρετρο της επαναστατικής Αριστεράς, ήδη σε κατάσταση βαθιάς αποσύνθεσης μετά το 1945, μπήκε με την παραίτηση από τον ρόλο της κριτικής κοινωνικής συνείδησης με την εμφάνιση της “Νέας” Αριστεράς – αλλά προετοιμάστηκε πολύ νωρίτερα. Η απομάγευση της Αριστεράς που ακολούθησε τη δεκαετία του 1960 έριξε μια μεγάλη σκιά κατά τις δεκαετίες του 1970-80, ενώ κορυφώθηκε την περίοδο 1989-92 με την καταστροφή της Σοβιετικής Ένωσης και το “τέλος της ιστορίας” – ένα τέλος σε κάθε (“μεγάλο”) σχέδιο χειραφετητικού κοινωνικού μετασχηματισμού. Η “Νέα Αριστερά” έλαβε τον κόσμο που δικαιούνταν· οι προσπάθειες να διατηρηθεί ο ψευτοριζοσπαστικός αντιμαρξισμός της είναι προσπάθειες να αναστηθεί ένα φάντασμα.

Η παρατήρηση του Αντόρνο ότι “δεν μπορούμε να ζήσουμε ορθά μια λανθασμένη ζωή” (1944) έχει παρεξηγηθεί ως υπαρξιακό και όχι πολιτικό πρόβλημα. Όμως, το πρόβλημα της πράξης δεν είναι ηθικό, αλλά αφορά τη διάνοιξη πραγματικών κοινωνικο-πολιτικών δυνατοτήτων για χειραφέτηση.

Ένας χειραφετημένος κόσμος στον οποίο η ελευθερία του καθενός θα αποτελούσε την αναγκαία συνθήκη για την ελευθερία όλων, ο οποίος θα έχει επιτευχθεί διαμέσου της κοινωνικής αλληλεγγύης που προβλέπει “από τον καθένα σύμφωνα με τις ικανότητες του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του” (Μαρξ), του οποίου το όραμα παρακίνησε την ιστορική Αριστερά, μοιάζει σχεδόν ασύλληπτος σήμερα.

Όμως, όπως ακριβώς είναι αρκετά πιθανόν, προφανώς, να καταπιεζόμαστε χωρίς να αντιλαμβανόμαστε τους λόγους γι’ αυτό – το νόημα της “αλλοτρίωσης” – απραγματοποίητες πιθανότητες μπορούν ακόμη να επιμένουν παρά την έλλειψη της επίγνωσής τους: μια μη ταυτότητα υποκειμένου και αντικειμένου. Η πιθανότητα της κριτικής συνείδησης της χειραφέτησης επιζεί του φαινομενικού της θανάτου, όσο ασυνείδητα και αν μας βαραίνει σήμερα. Ο ρόλος της συνείδησης είναι ζωτικός για κάθε πιθανή κοινωνική χειραφέτηση.

Ιούλιος, 2006

«Η Αριστερά πέθανε! — Ζήτω η Αριστερά!»

Chris Cutrone

Platypus Review 1 | November 2007

[PDF]

 [English]

«Η παράδοση όλων των νεκρών γενεών βαραίνει σαν εφιάλτης τον νου των ζωντανών»
— Καρλ Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη (1852)

«Ο θεωρητικός που στις μέρες μας παρεμβαίνει σε πρακτικές αντιπαραθέσεις, ανακαλύπτει σε μόνιμη βάση, και με κάποια ντροπή, πως οι ιδέες που συνεισφέρει έχουν εκφραστεί εδώ και καιρό — και συνήθως καλύτερα την πρώτη φορά».
— Τέοντορ Β. Αντόρνο, «Σεξουαλικά ταμπού και δίκαιο σήμερα» (1963)

Σύμφωνα με τον Λένιν, η μέγιστη συνεισφορά της Γερμανίδας μαρξίστριας ριζοσπάστριας Ρόζας Λούξεμπουργκ στη μάχη για τον σοσιαλισμό, ήταν η δήλωσή της ότι το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας, στο οποίο συμμετείχε, είχε γίνει ένα «δύσοσμο πτώμα» εφόσον είχε υπερψηφίσει τις πολεμικές πιστώσεις στις 4 Αυγούστου του 1914. Ο Λένιν το έγραψε αυτό για τη Λούξεμπουργκ το 1922, κατά τη λήξη μιας περιόδου πολέμου, επανάστασης, αντεπανάστασης και αντίδρασης, κατά τη διάρκεια της οποίας η Λούξεμπουργκ δολοφονήθηκε. Ο Λένιν σημείωσε ότι η Λούξεμπουργκ θα έμενε στην ιστορία για την οξεία κριτική που εξαπέλυσε, σε μια αποφασιστική στιγμή κρίσης, ενάντια στο κίνημα στο οποίο είχε αφοσιωθεί και για το οποίο εν τέλει έδωσε τη ζωή της. Αντιθέτως, κατά ειρωνία της ιστορίας, η Λούξεμπουργκ έμεινε στην ιστορία για τις περιστασιακές κριτικές της ενάντια στον Λένιν και τους Μπολσεβίκους!

Δύο μαθήματα μπορούν να αντληθούν απ’ αυτή την ιστορία: ότι η Αριστερά υποφέρει, ως αποτέλεσμα συσσωρευμένων ερειπίων διαμεσολαβουσών ηττών και αποτυχιών, από μια πολύ μεροληπτική και στρεβλή μνήμη της δικής της ιστορίας∙ κι ότι κατά τη διάρκεια αποφασιστικών στιγμών η καλύτερη δουλειά για την Αριστερά είναι η αυτοκριτική της, παρακινημένη από την απόπειρα να ξεφύγει από αυτή την ιστορία και τα αποτελέσματά της. Σε ορισμένες περιόδους, η περισότερο αναγκαία συμβολή που μπορεί να κάνει κάποιος είναι η διακήρυξη ότι η Αριστερά είναι νεκρή.

Γι’ αυτόν τον λόγο ο Πλατύπους εξαγγέλλει, για τη δική μας εποχή: «Η Αριστερά είναι νεκρή! — Ζήτω η Αριστερά!» — Αυτό το λέμε ώστε η μελλοντική δυνατότητα της Αριστεράς να μπορέσει να επιζήσει.

Ο Πλατύπους ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 2004 ως μια ιδέα για ένα διεθνές περιοδικό κριτικών γραμμάτων και χειραφετητικής πολιτικής, την οποία οραματίστηκε ένας πυρήνας φοιτητών του καθηγητή του Πανεπιστημίου του Σικάγο, Μοΐσε Ποστόουν, ο οποίος μελέτησε και έγραψε για την ώριμη κριτική θεωρία του Μαρξ, στα «Grundrisse» («Βασικές γραμμές της κριτικής της πολιτικής οικονομίας») και το «Κεφάλαιο», σε σχέση με τη φαντασία της μετακαπιταλιστικής κοινωνίας που είχε αναδυθεί από τη δεκαετία του 1960.

Ο Πλατύπους αναπτύχθηκε και μεγάλωσε ώστε την Άνοιξη του 2006 μετατράπηκε σε ομάδα μελέτης φοιτητών που ενδιαφέρονταν να επιδιώξουν τη συνεχή ενασχόληση με τη μαρξική κριτική θεωρία. Η Platypus Affiliated Society ιδρύθηκε σχετικά πρόσφατα (τον Δεκέμβριο του 2006) και είναι μια πολιτική οργάνωση που προσπαθεί να διερευνήσει τις δυνατότητες για την ανασυγκρότηση της μαρξιστικής Αριστεράς μετά τον θάνατο της ιστορικής μαρξιστικής Αριστεράς.

Πήραμε το όνομά μας από τον πλατύποδα ο οποίος υπέφερε κατά τη ζωολογική του ανακάλυψη καθώς δεν μπορούσε να ταξινομηθεί σύμφωνα με την τότε κυρίαρχη επιστήμη. Νομίζουμε ότι μια αυθεντική χειραφετητική Αριστερά σήμερα θα υπέφερε από ένα παρόμοιο πρόβλημα αναγνώρισης ή παραγνώρισης, εν μέρει επειδή τα καθήκοντα και το πρόταγμα κοινωνικής χειραφέτησης έχουν αποσυντεθεί κι έτσι υπάρχουν για μας μόνο θρυμματισμένα και κατακερματισμένα.

(…) [Σημείωμα των μεταφραστών: Εδώ προσπερνάμε 2 μικρές παραγράφους που αναφέρονται στον αριθμό των μελών τότε. Σήμερα, 2011, η οργάνωση Platypus έχει περίπου 60 μέλη, κυρίως στις Η.Π.Α. και τον Καναδά, καθώς και στη Γερμανία και στην Ολλανδία – ελπίζουμε σύντομα και στην Ελλάδα! Επίσης αναφέρονται κάποιες χαρακτηριστικές τότε δραστηριότητές τους, όπως δημόσια φόρουμ για τον ιμπεριαλισμό και την Αριστερά γενικότερα, με συμμετέχοντες από διάφορες και πολύ διαφορετικές οργανώσεις της Αριστεράς].

Οργανώσαμε την κριτική μας διερεύνηση της ιστορίας της Αριστεράς ώστε να βοηθήσουμε στη διάκριση των χειραφετητικών κοινωνικών δυνατοτήτων στο παρόν, ένα παρόν καθορισμένο από την ιστορία της ήττας και αποτυχίας της Αριστεράς. Ακολουθώντας μία πολύ προβληματική κληρονομιά από την οποία μας χωρίζει μια συγκεκριμένη ιστορική απόσταση, αφοσιωνόμαστε στην προσέγγιση της ιστορίας της σκέψης και πράξης της Αριστεράς, από την οποία οφείλουμε να μάθουμε μ’ έναν εκούσια μη δογματικό τρόπο, μη θεωρώντας τίποτα ως δεδομένο.

Γιατί Μαρξ; Γιατί τώρα; Θεωρούμε τη σκέψη του Μαρξ επίκεντρο και ζωτικό νευραλγικό κέντρο για τη θεμελιώδη κριτική του νεώτερου κόσμου που αναδύθηκε την εποχή του Μαρξ με τη Βιομηχανική Επανάσταση του 19ου αιώνα, στον οποίο κόσμο συνεχίζουμε να ζούμε. Προσδεχόμαστε τη σκέψη του Μαρξ σε σχέση τόσο με την πρότερη ιστορία της κριτικής κοινωνικής σκέψης, της φιλοσοφίας των Καντ και Χέγκελ συμπεριλαμβανομένης, όσο και με το έργο αυτών που εμπνεύστηκαν αργότερα και ακολούθησαν τον Μαρξ στην κριτική της κοινωνικής νεωτερικότητας, κυρίως των Γκέοργκ Λούκατς, Βάλτερ Μπένγιαμιν και Τέοντορ Αντόρνο. Ο Πλατύπους, συνεπώς, δεσμεύεται στην αναθεώρηση ολόκληρης της κριτικής θεωρητικής παράδοσης που εκτείνεται από τον 19ο ως τον 20ο αιώνα. Όπως το έθεσε ο Λέζεκ Κολακόφσκι (το 1968 στο δοκίμιό του «Η έννοια της Αριστεράς»), η Αριστερά πρέπει να οριστεί ιδεολογικά και όχι κοινωνιολογικά∙ η σκέψη, και όχι η κοινωνία, είναι διαιρεμένη σε Δεξιά και Αριστερά: η Αριστερά ορίζεται από τον ουτοπισμό της, η Δεξιά από τον οπορτουνισμό της (καιροσκοπισμό της). — Ή, όπως το έθεσε ο Ρόμπερτ Πίππιν (Robert Pippin), το πρόβλημα με την κριτική θεωρία σήμερα είναι ότι δεν είναι κριτική (Critical Inquiry, 2003).

Ο Πλατύπους είναι αφοσιωμένος στην επανεξέταση ποικίλων ιστορικών ζητημάτων της Αριστεράς ώστε να μελετήσει την ιστορία αυτή «ενάντια στο ρεύμα» (όπως το έθεσε ο Μπένγιαμιν στις «Θέσεις για τη φιλοσοφία της ιστορίας» το 1940), προσπαθώντας να συλλάβει τις παρελθούσες στιγμές ήττας και αποτυχίας της Αριστεράς, όχι ως δεδομένες, αλλά μάλλον στο ανεκπλήρωτο δυναμικό τους, αντικρίζοντας το παρόν, όχι ως προϊόν ιστορικής αναγκαιότητας, αλλά μάλλον ως αυτό που συνέβη ενώ δεν ήταν αναγκαίο να συμβεί όπως συνέβη. Μοχθούμε να ξεφύγουμε από το νεκρό χέρι των δύο, τουλάχιστον, προηγούμενων γενεών προβληματικής σκέψης και πράξης της Αριστεράς, αυτών του ’20 και ’30, και του ’60 και ’70. Εγγύτερα, υποφέρουμε από τις συνέπειες της αποπολιτικοποίησης της Αριστεράς τις δεκαετίες του 1980 και 1990 — εννοώντας ως απολιτικοποίηση την εκούσια «μεταμοντερνιστική» εγκατάλειψη όλων των «μεγάλων αφηγήσεων» κοινωνικής χειραφέτησης.

Όμως η «παράδοση» της «νεκρής γενιάς» που «βαραίνει» περισσότερο σαν «εφιάλτης» τον νου μας είναι αυτή της Νέας Αριστεράς της δεκαετίας του 1960, ιδιαίτερα στην ιστορία του αντιμπολσεβικισμού της — εκφρασμένη συμπληρωματικά από τις δύο κακές εναλλακτικές, δηλαδή τόσο από τον σταλινοφοβικό αντικομμουνισμό (του ψυχροπολεμικού φιλελευθερισμού και της σοσιαλδημοκρατίας) όσο και από τη σταλινοφιλική «μαχητικότητα» (π.χ. του Μαοϊσμού, Γκεβαρισμού κ.λπ.) — που οδήγησε στη φυσικοποίηση του εκφυλισμού της Αριστεράς, όπως εκφράστηκε στην παραίτηση και εγκατάλειψη που οφείλονταν στην ανεπαρκή απάντηση της «Νέας» Αριστεράς της δεκαετίας του ’60 στα προβλήματα της «Παλαιάς» Αριστεράς, των δεκαετιών του ’20 και ’30 κι έπειτα. Κατά την εκτίμησή μας, η Νέα Αριστερά της δεκαετίας του ’60 παρέμεινε δέσμια του σταλινισμού — του ψέματος ότι ο Λένιν οδήγησε στον Στάλιν συμπεριλαμβανομένου — συμβάλλοντας στην τεράστια αποψίλωση των δυνατοτήτων χειραφετητικής πολιτικής μέχρι σήμερα.

Προσπαθώντας να αναγνώσουμε «ενάντια στο ρεύμα» την ιστορία της επιταχυνόμενης παρακμής και αυτοκαταστροφής της Αριστεράς μετά τη δεκαετία του ’60, αντιμετωπίζουμε ένα πρόβλημα που συζήτησε ο Νίτσε στο δοκίμιό του «Για τη χρήση και κατάχρηση της ιστορίας στη ζωή» (1873):

«Ένα άτομο πρέπει να έχει τη δύναμη κι από καιρό σε καιρό να τη χρησιμοποιεί για να διαρρηγνύει το παρελθόν και να το διαλύει προκειμένου να κατορθώσει να ζει… Λαοί ή εποχές που υπηρετούν τη ζωή κατ’ αυτόν τον τρόπο, κρίνοντας και καταστρέφοντας το παρελθόν, είναι πάντοτε επικίνδυνοι και σε κίνδυνο… Είναι μια απόπειρα να δώσει κανείς, τρόπον τινά, εκ των υστέρων στον εαυτό του ένα παρελθόν εκ του οποίου ενδέχεται να καταγόμαστε, σε αντίθεση με το παρελθόν από το οποίο καταγόμαστε».

[ Μετάφραση από την αγγλική μετάφραση του Ian Johnston, διαθέσιμη εδώ: http://www.mala.bc.ca/~johnstoi/Nietzsche/history.htm ]

Εντούτοις, όπως έγραψε ο Καρλ Κορς το 1923 στο δοκίμιό του «Μαρξισμός και φιλοσοφία»:

«[Ο Μαρξ έγραψε ότι] ‘[η ανθρωπότητα] δεν θέτει εμπρός της παρά προβλήματα που μπορεί να επιλύσει, αφού εξετάζοντας καλύτερα τα πράγματα, θα δούμε πως το εκάστοτε πρόβλημα αναφαίνεται πάντα εκεί που οι υλικοί όροι για την επίλυσή του έχουν ήδη διαμορφωθεί ή τουλάχιστον κατανοείται πως έχουν αρχίσει να δημιουργούνται’ [Πρόλογος της Συμβολής στην κριτικής της πολιτικής οικονομίας (1859)]. Αυτή η απόφανση δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι ένα πρόβλημα που υπερβαίνει τις παρούσες σχέσεις μπορεί να έχει διαμορφωθεί σε μια προηγούμενη εποχή». (Καρλ Κορς, «Μαρξισμός και φιλοσοφία», εκδ. Ύψιλον, 1981, σελ. 36, μετάφραση: Μανόλης Λαμπρίδης, Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος. Τροποποιήσαμε τη μετάφραση).

Όπως έγραψε ο Αντόρνο στην Αρνητική Διαλεκτική (1966):

«Η κατάργηση της θεωρίας μέσω δογματικοποίησης και ταμπού για τη σκέψη συνέβαλε στην κακή πρακτική… Η σχέση μεταξύ αυτών των δύο στοιχείων [της θεωρίας και πράξης] δεν είναι μια για πάντα καθορισμένη αλλά υπόκειται σε ιστορικές μεταβολές… Όποιος κατηγορεί τη θεωρία ως αναχρονιστική υπακούει στον κοινό τόπο που θέλει να καταργήσει ως πεπαλαιωμένο αυτό που ως ματαιωμένο εξακολουθεί να πονάει… Το γεγονός ότι η ιστορία άφησε πίσω της ορισμένες θέσεις τιμάται ως ετυμηγορία για το περιεχόμενο αλήθειας αυτών των θέσεων μόνον από εκείνους που συμφωνούν με τον Σίλλερ ότι ‘η παγκόσμια ιστορία είναι το παγκόσμιο δικαστήριο’. Αυτό που προσπεράστηκε αλλά δεν αφομοιώθηκε θεωρητικά μπορεί να αποκαλύψει μονάχα αργότερα την εμπεριεχόμενη αλήθεια του. Αυτή θα γίνει το απόστημα της κυρίαρχης υγείας και θα οδηγήσει ξανά πίσω σ’ αυτό υπό διαφορετικές συνθήκες». (Theodor W. Adorno, «Αρνητική Διαλεκτική», εκδ. Αλεξάνδρεια, 2006, σσ. 178-9, μετάφραση: Λευτέρης Αναγνώστου. Τροποποιήσαμε τη μετάφραση).

Ο Πλατύπους ασχολείται με τη διερεύνηση των απίθανων αλλά όχι αδύνατων καθηκόντων και σχεδίων για την επανεμφάνιση μιας κριτικής Αριστεράς με χειραφετητική κοινωνική πρόθεση. Προσβλέπουμε σε μία κριτική αλλά ζωτική συμβολή μας προς την κατεύθυνση μιας πιθανής «επιστροφής στον Μαρξ» για τη δυνητική αναζωογόνηση της Αριστεράς τα επόμενα χρόνια. Προσκαλούμε και καλωσορίζουμε αυτούς που επιθυμούν μοιραστούν αυτό το πρόταγμα και να συνεισφέρουν σ’ αυτό.

1η Νοεμβρίου 2007

Chris Cutrone

Platypus Review 29 | November 2010

[English]


Ενάντια στον Μπαντιού

Το πρόσφατο (2010) βιβλίο του Alain Badiou (Αλαίν Μπαντιού) φέρει ως τίτλο τη φράση που προωθούν τα τελευταία χρόνια με το έργο τους αυτός και ο Slavoj Žižek (Σλαβόι Ζίζεκ): η «κομμουνιστική υπόθεση».[1] Αυτός είναι επίσης ο τίτλος ενός δοκιμίου που δημοσίευσε ο Μπαντιού το 2008 στο περιοδικό New LeftReview[2] για την ιστορική σημασία της εκλογής του Νικολά Σαρκοζί στη γαλλική προεδρία το 2007.[3] Σ’ αυτό το δοκίμιο ο Μπαντιού εξηγεί την προσέγγισή του στον κομμουνισμό ως εξής:

«Τι είναι η κομμουνιστική υπόθεση; Κατά τη γενική (generic) της σημασία, όπως δίνεται στο κανονιστικό (canonic) της Μανιφέστο, ‘κομμουνιστική’ σημαίνει πρώτα ότι η λογική της τάξης (class) — η θεμελιώδης υπαγωγή της εργασίας (labour) σε μια κυρίαρχη τάξη, μια διευθέτηση που έχει παραμείνει σταθερή από την Αρχαιότητα μέχρι σήμερα — δεν είναι αναπόφευκτη∙ μπορεί να ξεπεραστεί. Η κομμουνιστική υπόθεση είναι ότι μία διαφορετική συλλογική οργάνωση είναι εφαρμόσιμη, μία οργάνωση που θα εξαλείψει την ανισότητα του πλούτου, ακόμα και τον καταμερισμό της εργασίας. Η ατομική ιδιοποίηση κολοσσιαίων περιουσιών και η μεταβίβασή τους μέσω κληρονομικής διαδοχής θα εξαλειφθούν. Η ύπαρξη ενός εξαναγκαστικού (coercive) κράτους, διαχωρισμένου από την κοινωνία των πολιτών (civil society) δεν θα εμφανίζεται πια ως αναγκαιότητα: μία μακρά διαδικασία αναδιοργάνωσης εδραιωμένη στην ελεύθερη ένωση (association) των παραγωγών θα το δει να απονεκρώνεται».[4]

Ο Μπαντιού συνεχίζει δηλώνοντας ότι,

«Ως καθαρή Ιδέα ισότητας, η κομμουνιστική υπόθεση αναμφίβολα υπάρχει από τότε που εμφανίστηκε το κράτος. Από τη στιγμή που η μαζική δράση αντιτίθεται στον κρατικό εξαναγκασμό στο όνομα της εξισωτικής δικαιοσύνης, βασικά στοιχεία ή θραύσματα της υπόθεσης αρχίζουν να εμφανίζονται. Οι λαϊκές εξεγέρσεις—των σκλάβων υπό την ηγεσία του Σπάρτακου, των χωρικών υπό την ηγεσία του Μύντσερ—θα μπορούσαν να αναγνωριστούν ως πρακτικά παραδείγματα αυτής της ‘κομμουνιστικής σταθεράς’. Με τη Γαλλική Επανάσταση, η κομμουνιστική υπόθεση εγκαινιάζει κατόπιν την εποχή της πολιτικής νεωτερικότητας».[5]

Έτσι ο Μπαντιού καθιερώνει τον «κομμουνισμό» ως τη διηνεκή αντι-τάση του πολιτισμού καθ’ όλη την ιστορία του.

Ο Μπαντιού διαιρεί ό,τι αποκαλεί νεώτερη ιστορία της «κομμουνιστική υπόθεσης» σε δύο μεγάλες περιόδους, ή «ακολουθίες», από το 1792 ως το 1871, και από το 1917 ως το 1976. Ο Μπαντιού περιγράφει την πρώτη περίοδο, από το πρώτο έτος της επαναστατικής Γαλλικής Δημοκρατίας έως την ήττα της Παρισινής Κομμούνας, ως «εγκαθίδρυση της κομμουνιστικής υπόθεσης». Αποκαλεί τη δεύτερη περίοδο, από την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 στη Ρωσία έως τον θάνατο του Μάο και το τέλος της Μεγάλης Προλεταριακής Πολιτιστικής Επανάστασης στην Κίνα, ως ακολουθία «προκαταρκτικών προσπαθειών για […] την πραγμάτωση [της κομμουνιστικής υπόθεσης]».[6]

Τις δύο περιόδους που απομένουν στην ιστορική τροχιά που σκιαγραφεί ο Μπαντιού, από το 1871 μέχρι το 1917, και από το 1976 μέχρι σήμερα, ο Μπαντιού τις περιγράφει ως «διαλείμματα» κατά τη διάρκεια των οποίων «διακηρύχθηκε η αβασιμότητα της κομμουνιστικής υπόθεσης», «με τον εχθρό σε ανοδική τροχιά».[7]

Όμως η περίοδος μεταξύ 1871-1917 είδε τη μαζική διεύρυνση και ανάπτυξη του μαρξισμού (παράλληλη και πράγματι προσδεδεμένη επί της τελευταίας μεγάλης άνθισης της αστικής κοινωνίας και κουλτούρας κατά τη BelleÉpoque[8], και κορυφώθηκε με την κρίση του πολέμου και της επανάστασης, τον απολογισμό της οποία ο Μπαντιού αποφεύγει—ή, ακριβέστερα, υπεκφεύγει. Δηλαδή αυτή η περίοδος εγείρει το πρόβλημα του μαρξισμού ως τέτοιου, και τη σημασία του στην ιστορία.

Η μαρξιστική υπόθεση

Ένα πολύ διαφορετικό σύνολο ιστορικών περιοδολογήσεων, και συνεπώς μια διαφορετική ιστορία, εστιασμένη σε άλλες αναπτύξεις, θα μπορούσε να αντιταχθεί σ’ αυτή του Μπαντιού. Σε αντίθεση με την «κομμουνιστική υπόθεση» του Μπαντιού, η οποία εκτείνεται χιλιετίες προς τα πίσω, έως τις απαρχές του κράτους κατά τη γέννηση του πολιτισμού, μια «μαρξιστική υπόθεση» θα επιχειρούσε να συλλάβει την ιστορία συγκεκριμένα τής νεώτερης κοινωνίας του κεφαλαίου, τις διαφορετικές ιστορικές φάσεις του κεφαλαίου, όπως χαρακτηρίστηκαν κατά τις αποτιμήσεις του Μαρξ και άλλων μαρξιστών, εκκινώντας από τα μέσα του 19ου αιώνα. Όμως, όπως το έθεσε ο μελετητής του Νίτσε, Peter Preuss, «ο 19ος αιώνας ανακάλυψε την ιστορία, και όλη η ακόλουθη έρευνα και εκπαίδευση έφερε τη σφραγίδα αυτής της ανακάλυψης. Αυτή δεν ήταν απλά μια ανακάλυψη ενός συνόλου γεγονότων που αφορούσαν το παρελθόν, αλλά η ανακάλυψη της ιστορικότητας του ανθρώπου».[9]

O Μαρξ αποτελεί κεντρική φυσιογνωμία στην ανάπτυξη της κριτικής αναγνώρισης της ιστορίας, ως καινοτομίας του 19ου αιώνα.[10] (Τα άλλα ονόματα που συνδέονται μ’ αυτή τη συνείδηση της ιστορίας είναι οι Χέγκελ και Νίτσε∙ η συσχέτιση αυτών των τριών στοχαστών είναι ένα βαθύ πρόβλημα, που έχει απασχολήσει εδώ και καιρό τους μαρξιστές.[11]

Η μαρξιστική υπόθεση βασίζεται στη θεωρητική και πολιτική εμπλοκή του Μαρξ με το πρόβλημα που διατύπωσε από την αρχή μέχρι το τέλος της ζωής του, από το Κομμουνιστικό Μανιφέστο μέχρι το Κεφάλαιο, και περιλαμβάνει την πολιτική σκέψη και πράξη που εμπνεύστηκε απ’ αυτόν και επιδίωξε να τον ακολουθήσει και να αναπτυχθεί επί της βάσης του έργου του. Αυτό το πρόβλημα είναι η ιστορική ιδιαιτερότητα του κεφαλαίου—άρα και της ίδιας της ιστορίας. Διότι η μαρξιστική υπόθεση είναι ότι το κεφάλαιο αποτελεί την πηγή αυτού που ο Καντ αποκάλεσε «καθολική (universal) ιστορία».[12]

Σε αντίθεση με την ιστορία της «κομμουνιστικής υπόθεσης» του Μπαντιού, η ιστορία της «μαρξιστικής υπόθεσης» θα ήταν περίπλοκη, πολυεπίπεδη, όχι τόσο γραμμική, και μη-συμβαντική (non-evental). Διαιρείται στις διάφορες περιόδους της ιστορίας του μαρξισμού: από την περίοδο 1848-1895, δηλαδή από τη δημοσίευση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου των Μαρξ και Ένγκελς μέχρι τον θάνατο του Ένγκελς, έως την περίοδο 1914-1919, την περίοδο κρίσης του μαρξισμού με τον πόλεμο και την επανάσταση∙ και από την περίοδο 1923-1940, του μετα-μπολσεβίκικου μαρξισμού, έως την περίοδο 1968-1989, της «Νέας Αριστεράς» και της κατάρρευσης του «κομμουνισμού». Αυτές είναι περίοδοι της ιστορίας του μαρξισμού που συλλαμβάνονται ως η ιστορία αυτού που ο Μαρξ αποκάλεσε «κεφάλαιο». Αυτή είναι η ιστορία του κεφαλαίου και της δυνητικής υπέρβασής του, όπως εκφράζεται στην ιστορία του μαρξισμού.[13]

Αυτή η ιστορία παρακινείται από την ανάγκη αυτού που ο Καρλ Κορς αποκάλεσε, στο δοκίμιό του «Μαρξισμός και Φιλοσοφία» (1923), ιστορική-υλιστική ανάλυση και κριτική του ίδιου του μαρξισμού, ή αλλιώς μαρξιστική ιστορία και θεωρία του μαρξισμού.[14] Αυτή θα ήταν η ιστορία της ανάδυσης, της κρίσης, και της παρακμής του μαρξισμού ως έκφραση της δυνατότητας μετάβασης πέρα από το κεφάλαιο, όπως την κατανόησαν ο Μαρξ και οι καλύτεροι μαρξιστές. Σήμερα, σε αντίθεση με την εποχή του Κορς το 1923, κάτι τέτοιο θα συμπεριλάμβανε την εξέταση της πιθανότητας ο δυνητικός μαρξισμός όπως εκφράστηκε, να έχασε την ευκαιρία του, συνεχίζοντας την πορεία του εκφυλιστικά, ως φάντασμα, μέχρι να περάσει οριστικά στην ιστορία. Το ότι μία παρόμοια αποτίμηση είναι καθ’ όλα δυνατή είναι που παρακινεί τη θεμελιώδη «υπόθεση» του μαρξισμού, ή αλλιώς τη μαρξιστική υπόθεση—την υπόθεση ότι ο μαρξισμός, ως προοπτική και πολιτική, μπορεί να είναι το ζωτικό νευρικό κέντρο της νεώτερης ιστορίας. Διότι ο μαρξισμός είναι, με λόγο, η μεγαλύτερη όλων των Μεγάλων Αφηγήσεων της ιστορίας. Το ερώτημα σήμερα είναι: τι ήταν ο μαρξισμός;

Για τους περισσότερους μαρξιστές του 20ού αιώνα (άρα και για τον Μπαντιού), η περίοδος του μαρξισμού μεταξύ 1871-1917, η οποία γνώρισε τη θεμελίωση και ανάπτυξη των κομμάτων της Δεύτερης Διεθνούς, ήταν η εποχή του «ρεβιζιονισμού», κατά την οποία η μαρξιστική επαναστατική πολιτική τελματώθηκε από τον ρεφορμισμό. Όμως, αυτή ήταν επίσης η περίοδος της πάλης κατά της ρεφορμιστικής αναθεώρησης του μαρξισμού από τους επιγόνους των Μαρξ και Ένγκελς, όπως οι Μπέμπελ, Μπερνστάιν, Κάουτσκυ και Πλεχάνοφ. Αυτή η πάλη κατά του ρεφορμισμού διεξήχθη από τους μαθητές των παραπάνω οπαδών του Μαρξ και συμπεριέλαβε μια σύνθετη αλλαγή, αποτελώντας η ίδια μια σημαντική ιστορική μετάβαση, κατά την οποία οι μαθητές απογοητεύτηκαν από τους δασκάλους τους και τελικά τους ξεπέρασαν.[15]

Το μεγαλύτερο επίτευγμα της πάλης κατά του ρεφορμισμού στη Δεύτερη Διεθνή ήταν η μπολσεβίκικη ηγεσία της Οκτωβριανής Επανάστασης, την οποία ακολούθησαν (έστω ανεπιτυχώς) επαναστάσεις σε Γερμανία, Ουγγαρία και Ιταλία, καθώς και η ίδρυση της Τρίτης «Κομμουνιστικής» Διεθνούς.[16] Η παγκόσμια κρίση του πολέμου και της επανάστασης μεταξύ 1914-1919 θα έπρεπε να ιδωθεί ορθώς ως το Λυκόφως των Θεών(Götterdämmerung) του μαρξισμού, που ύψωσε την κρίση του κεφαλαίου στη σφαίρα της πολιτικής με έναν πρωτοφανή τρόπο. Η κρίση του μαρξισμού μεταξύ 1914-1919 ήταν ένας εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των μαρξιστών. Στη μία πλευρά, η νεότερη γενιά ριζοσπαστών που είχε ανατραφεί στη Δεύτερη Διεθνή, την οποία τελικά δίχασε εγκαθιδρύοντας της Τρίτη, με διαπρεπέστερους εκπροσώπους τους Λένιν, Λούξεμπουργκ και Τρότσκυ: αυτή η νεότερη γενιά ηγήθηκε της μεγαλύτερης απόπειρας της ιστορίας να αλλάξει ο κόσμος. Αντίκριζαν τον διχασμό τους εντός του μαρξισμού ως έκφραση της αναγκαιότητας της ανθρώπινης χειραφέτησης.[17] Ότι η απόπειρά τους πρέπει να κριθεί σήμερα ως αποτυχία δεν αλλάζει τον βαθύ—και βαθιά αινιγματικό—της χαρακτήρα.[18]

Το ρίσκο της Επανάστασης που αποπειράθηκαν οι ριζοσπάστες της Δεύτερης Διεθνούς, εμπνεόμενοι από τον Μαρξ, δεν μπορεί να υπερεκτιμηθεί. Για τον Μαρξ και τους συνεχιστές του, η εποχή του κεφαλαίου ήταν τόσο η κορύφωση της ιστορίας, και σηματοδοτούσε το δυνητικό τέλος της προϊστορίας, όσο και η αληθινή απαρχή της ανθρώπινης ιστορίας, στον κομμουνισμό.[19] Όπως το έθεσε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, «η ανθρωπότητα προετοιμάζεται να επιζήσει της κουλτούρας, εάν χρειαστεί»[20] —δηλαδή να επιβιώσει του πολιτισμού, όπως αυτός είχε βιωθεί για έναν αιώνα.[21]

Το φάντασμα του Μαρξ

Ενώ οι Μαρξ και Ένγκελς έγραψαν για το «φάντασμα» του κομμουνισμού, σήμερα είναι η ανάμνηση του Μαρξ που στοιχειώνει τον κόσμο. Αυτή η διαφορά είναι σημαντικό να καταγραφεί: οι Μαρξ και Ένγκελς μπορούσαν να υπολογίζουν σ’ ένα πολιτικό κίνημα—τον κομμουνισμό—το οποίο επιδίωκαν να διασαφηνίσουν και να το ανυψώσουν στο επίπεδο αυτοσυνείδησης της ιστορικής του σημασίας. Σήμερα, αντιθέτως, είναι ανάγκη να θυμηθούμε, όχι τόσο το ιστορικό πολιτικό κίνημα, όσο τη μορφή κριτικής συνείδησης που εκφράστηκε στον μαρξισμό. Κάτι τέτοιο πρέπει να ανιχνευθεί πίσω στη σκέψη και πολιτική πράξη του ίδιου του Μαρξ.

Εάν ο Μαρξ παραγνωριστεί ως επιβεβαιωτής και κήρυκας του «κομμουνισμού» σε αντίθεση με ό,τι πραγματικά ήταν, δηλαδή ο πιο οξύς κριτικός του (από το εσωτερικό του), κινδυνεύουμε να λησμονήσουμε το πιο σημαντικό, αν και εύθραυστο, επίτευγμα της ιστορίας: τη συνείδηση της δυνατότητας εντός του κεφάλαιο. Όπως έγραψε πρώιμα ο Μαρξ, σ’ ένα γράμμα το 1843 στον Άρνολντ Ρούγκε που ζητούσε την «αμείλικτη κριτική απέναντι σε ό,τι υπάρχει»,  «ο κομμουνισμός είναι μια δογματική αφαίρεση και…  αποτελεί μονάχα μερική εκδήλωση της ανθρωπιστικής αρχής και έχει μολυνθεί από το αντίθετό του, την ατομική ιδιοκτησία».[22]

Η δυνατότητα για τη χειραφέτηση της ανθρωπότητας που εκφράστηκε στον κομμουνισμό, την οποία ο Μαρξ αναγνώρισε στη νεώτερη ιστορία του κεφαλαίου, δεν μπορεί να αφομοιωθεί στον προ- ή μη-μαρξικό σοσιαλισμό, χωρίς να χαθούν σημαντικά μέρη της. Η σκέψη και η πολιτική του Μαρξ δεν βρίσκονται σε συνέχεια με την εξέγερση των σκλάβων του Σπάρτακου ενάντια στη Ρώμη, ή με τα διδάγματα των Αποστόλων—ή με τον ριζοσπαστικό εξισωτισμό των Προτεσταντών ή των Γιακοβίνων. Όπως το έθεσε ο Μαρξ, «ο κομμουνισμός είναι η αναγκαία μορφή και η δυναμική αρχή (principle) του άμεσου μέλλοντος, αλλά ο κομμουνισμός ως τέτοιος δεν αποτελεί τον σκοπό της ανθρώπινης ανάπτυξης, τη μορφή της ανθρώπινης κοινωνίας».[23] Ο κομμουνισμός, ως μορφή δυσαρέσκειας εντός του κεφαλαίου, απαιτούσε έτσι κριτική αποσαφήνιση του ίδιου του νοήματός του, και όχι μονόπλευρη υποστήριξη. Διότι ο Μαρξ σκεφτόταν πως ο κομμουνισμός ήταν μέσο και όχι σκοπός καθ’ εαυτός.

Τι σημαίνει λοιπόν σήμερα το γεγονός ότι συνεχίζουμε, πολιτικά, να έχουμε τον «κομμουνισμό»—με την έννοια του Μπαντιού, των αιτημάτων «ριζικής δημοκρατικής ισότητας»—αλλά όχι τον «μαρξισμό»; Η περιοδολόγηση της ιστορίας του νεώτερου κομμουνισμού στην ιστορία του πολιτισμού, από τον Μπαντιού, αποσυνθέτει τον μαρξισμό σε ένα από τα συστατικά του μέρη—ή, τουλάχιστον, τον καταποντίζει σ’ αυτή την ιστορία. Όμως ο Μαρξ επιδίωξε, σύμφωνα με τη δική του σκέψη και πολιτική, να κατανοήσει και να υπερβεί το ειδικά νεώτερο φαινόμενο του κομμουνισμού, δηλαδή το νεώτερο σοσιαλδημοκρατικό κίνημα των εργατών που αναδύθηκε τον 19ο αιώνα, ως συστατικό του κεφαλαίου, ως μία ιστορικά εξειδικευμένη μορφή της ανθρωπότητας. Τι θα σήμαινε λοιπόν, σήμερα, να αντικρίζαμε την ιστορία της νεώτερης κοινωνίας του κεφαλαίου μέσω της φυσιογνωμίας του Μαρξ; Η πιθανότητα ενός τέτοιου προτάγματος αποτελεί τη μαρξιστική υπόθεση.

«Μαρξ-ισμός»

Προκειμένου να κατανοήσουμε τις πιο σημαντικές ιστορικές μορφές του κομμουνισμού μετά τον Μαρξ, όπως οι Ένγκελς, Κάουτσκυ, Πλεχάνωφ, Λένιν, Λούξεμπουργκ, Τρόρσκυ, Μπουχάριν, Λούκατς, Στάλιν και Μάο, μεταξύ άλλων, συνηθίζεται να τους αξιολογούμε ως συνεχιστές του Μαρξ. Είναι σημαντικό που και οι ίδιοι επιδίωκαν να δικαιώσουν τη δική τους πολιτική σκέψη και πράξη στους όρους αυτούς—και για τον λόγο αυτό θεωρούνταν από τους πολιτικούς τους αντιπάλους δογματικοί σεκταριστές, οπαδοί του μαρξισμού σα θρησκεία. Με ποιον τρόπο όμως νόμιζαν ότι ακολουθούν τον Μαρξ; Πώς πρέπει να αντιμετωπίσουμε το σημαντικότερο και βαθύτερο πολιτικό κίνημα των δύο τελευταίων αιώνων, αυτοαποκαλούμενο ως «μαρξιστικό», και καθοδηγούμενο από ανθρώπους οι οποίοι, στις μεταξύ τους αντιπαραθέσεις, δεν σταματούσαν να παραθέτουν Μαρξ ο ένας εναντίον του άλλου; Τι προσπαθούσαν να επιλύσουν αυτές οι φιλονικίες και ποιες ήταν —και είναι, δυνητικά— οι πολιτικές συνέπειες τέτοιων διαφωνιών επί της σημασίας του Μαρξ;

Σίγουρα ο μαρξισμός έχει δυσφημιστεί ως θρησκεία, και ο Μαρξ ως προφήτης. (Για παράδειγμα, ο Λέζεκ Κολακόφσκι απέρριψε τον μαρξισμό σαν τη «φαρσική πτυχή της ανθρώπινης υποταγής»[24]). Τι γίνεται όμως με τον Μαρξ ως φιλόσοφο; Όσο κι αν ο Μαρξ έχει ευρέως απαξιωθεί ως πολιτικός στοχαστής, εντούτοις το 2005 επί παραδείγματι, μία έρευνα μεταξύ των ακροατών του BBC ανέδειξε τον Μαρξ ως τον «μεγαλύτερο φιλόσοφο όλων των εποχών», πολύ πιο μπροστά από τους Σωκράτη, Καντ, Νίτσε, και άλλους. Σε ένα πρώτο επίπεδο, αυτή δεν μοιάζει να είναι μια ιδιαίτερα εύλογη κρίση για τον Μαρξ, είτε με τους όρους της δικής του σκέψης και πράξης, είτε της «φιλοσοφίας» ως κλάδου, εκτός αν η φιλοσοφία του Μαρξ κατανοηθεί ως υποδήλωση του γεγονότος ότι δεν έχουμε ακόμα ξεπεράσει τα προβλήματα που ο ίδιος αναγνώρισε στη νεώτερη κοινωνία.[25] Όσον αφορά τη φήμη του Μαρξ ως στοχαστή, φαίνεται πως έχουμε ξεμείνει με τον «μαρξισμό» αλλά χωρίς την «κομμουνιστική» πολιτική του ίδιου του Μαρξ: ο «μαρξισμός» έχει επιβιώσει ως «ανάλυση», αλλά χωρίς σαφή πρακτική σημασία∙ ο «κομμουνισμός» έχει επιβιώσει ως ηθική χωρίς αποτελεσματική πολιτική. Με ποιο τρόπο θα μπορούσαμε να το κατανοήσουμε αυτό;

Η μαρξιστική υπόθεση είναι πως η σχέση μεταξύ Μαρξ και «κομμουνισμού» χρειάζεται να ξανατεθεί, αλλά με αποφασιστικά μη-παραδοσιακούς τρόπους, φωτίζοντας κριτικά την ιστορία του μαρξισμού. Διότι δεν ισχύει ότι ο κομμουνισμός βρήκε έναν αξιοσέβαστο σύντροφο στο πρόσωπο του Μαρξ—ίσως περισσότερο (ή λιγότερο) αξιότιμο από άλλους—αλλά ότι η σκέψη και η πολιτική πράξη του Μαρξ διαμορφώνουν ένα μη-αναγώγιμα μοναδικό (irreducibly singular) μοντέλο το μπορεί ακόμα να μας εμπνέει και στο οποίο μπορούμε ακόμα να προσβλέπουμε.  Έτσι προκύπτει η συνεχιζόμενη δυνητική αναζήτηση (purchase) του «Μαρξ-ισμού». Το ερώτημα δεν είναι, όπως θα το έθετε ο Μπαντιού, ποιο είναι το μέλλον του κομμουνισμού, αλλά ποιο είναι το μέλλον του Μαρξ.

Η διευθέτηση κάθε δυνατού μέλλοντος του μαρξισμού απαιτεί την επανεξέταση του μαρξισμού του ίδιου του Μαρξ και των συνεπειών του.

Ο Μαρξ το 1848

Ο Μαρξ επισήμανε σχετικά με την επανάσταση στη Γερμανία, στην οποία ενεπλάκη άμεσα αφού συνέγραψε τοΜανιφέστο, ότι οι καπιταλιστές φοβόντουσαν περισσότερο τους εργάτες που διεκδικούσαν τα αστικά τους δικαιώματα, παρά το Πρωσικό κράτος που αφαιρούσε τα δικά τους. Αυτό δεν προέκυπτε εξαιτίας των συγκρουόμενων ταξικών συμφερόντων μεταξύ καπιταλιστών και γιούνκερς (δηλαδή της πρωσικής έγγειας αριστοκρατίας), αλλά μάλλον εξαιτίας του αναδυόμενου αυταρχισμού του κεφαλαίου μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση, σε πλανητική κλίμακα. Διότι ένας παρόμοιος αυταρχισμός ήταν επίσης χαρακτηριστικός της επανάστασης του 1848 στη Γαλλία, κατά την οποία η κυριαρχία του ανηψιού του Ναπολέοντα, Λουδοβίκου Βοναπάρτη, ως του πρώτου εκλεγμένου Προέδρου της Δεύτερης Δημοκρατίας (1848-1852), και στη συνέχεια, μετά το πραξικόπημά του (coup d’ etat), ως Αυτοκράτορα της Δεύτερης Αυτοκρατορίας (1852-1870), δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί ως έκφραση του συμφέροντος κάποιας μη-αστικής τάξης (των «χωρικών», τους οποίους ο Μαρξ επέμενε να αποκαλεί, αιχμηρά, «μικροαστούς»), αλλά μάλλον όλων των τάξεων της αστικής κοινωνίας, η οποία βρισκόταν σε κρίση από τα μέσα του 19ου αιώνα, του «λούμπεν προλεταριάτου» συμπεριλαμβανομένου.[26] Όπως το έθεσε ο Μαρξ, σαρκαστικά, στη 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη(1852), οι αστοί φανατική της τάξης (order) εκτελούνταν στους εξώστες τους στο όνομα της υπεράσπισης της κοινωνικής τάξης (order).[27] Η κυριαρχία στα τέλη του 19ου αιώνα του Ναπολέοντα του τρίτου, του Μπίσμαρκ—και του Ντισραέλι—αντικατόπτριζε η μία την άλλη. Ο Μαρξ ανέλυσε τον αυταρχισμό της κοινωνίας μετά το 1848, σύμφωνα με τον οποίο το κράτος φάνηκε να υψώνεται πάνω από την πολιτική ζωή, ως μία κατάσταση όπου η αστική τάξη δεν ήταν πλέον ικανή να καθυποτάξει το κεφάλαιο, και το προλεταριάτο όχι ακόμα ικανό για κάτι τέτοιο.[28] Αυτή ήταν η κρίση της αστικής κοινωνίας που αναγνώρισε ο Μαρξ. Η αποτίμηση του Μπαντιού, από την άλλη πλευρά, αποτελεί μάλλον την ιστορία της εξουσίας της κυρίαρχης τάξης στην οποία αντιτάχθηκε η αντίσταση των καταπιεσμένων. Ήδη από το 1848 ο Μαρξ δεν ήταν ένας θεωρητικός των τάξεων αλλά του  κεφαλαίου, του οποίου οι νεώτερες κοινωνικο-πολιτικές τάξεις αποτελούσαν «φαντασμαγορικές» προβολές.[29] Ο Μαρξ επιδίωξε να τοποθετήσει, όχι το κεφάλαιο στην ιστορία της ταξικής πάλης, αλλά την ιστορία στο κεφάλαιο[30], στο οποίο υπάγονταν οι κοινωνικοί αγώνες και η ιστορίας τους.[31]

Καπιταλισμός, κομμουνισμός, και «φυσική κατάσταση»

Ο Ζαν-Ζακ Ρουσό επικαλέστηκε μια υποθετική «φυσική κατάσταση», ώστε να οξύνει την κριτική θέαση της σύγχρονης κοινωνίας. Με τον τρόπο αυτό ο Ρουσό επιδίωξε να φέρει την κοινωνία εγγύτερα σε μια «φυσική κατάσταση». Η φιλελεύθερη, αστική κοινωνία αποτελούσε πρότυπο (model) και φιλοδοξία για τον Ρουσό. Για τον Ρουσό, ήταν η ανθρώπινη «φύση» [που είχε ως προορισμό] να είναι ελεύθερη.[32] Οι άνθρωποι κατέκτησαν στην κοινωνία μία «πολιτική ελευθερία» (civil liberty) «ηθικής ελευθερίας» (moral freedom) ανώτερη απ’ αυτή που μπορούσαν να απολαύσουν ως ζώα, με την απλή «φυσική» [ως σώμα] (physical) ελευθερία στη φύση. Στην πραγματικότητα, ως ζώα οι άνθρωποι δεν είναι ελεύθεροι αλλά μάλλον σκλάβοι των φυσικών αναγκών και ενστίκτων τους. Μόνο εντός της κοινωνίας μπορεί να επιτευχθεί η ελευθερία και οι άνθρωποι να απελευθερωθούν από τη φυσική, ζωική τους κατάσταση.32 Όταν έγραφε ο Ρουσό στα μέσα του 18ου αιώνα, η υπόσχεση ελευθερίας της αστικής κοινωνίας βρισκόταν ακόμα στον ορίζοντα. Η αστική κοινωνία έτεινε στην ομοιότητα προς τη «φυσική κατάσταση» υπό την έννοια  του να φέρει την ανθρωπότητα, τόσο ατομικά όσο και συλλογικά, εγγύτερα στη [δυναμική τής] δυνατότητάς της, ούτως ώστε να πραγματώσει καλύτερα την ελευθερία της. Με τον Μαρξ, ο κομμουνισμός επίσης στόχευε στην πραγμάτωση αυτής της δυνατότητας. Η παράσταση (imagination) ενός «πρωτόγονου κομμουνισμού», εγγύτερου σε μία «φυσική κατάσταση» άσπιλης (unspoiled) ανθρώπινης δυνατότητας, ανακεφαλαίωνε το ρουσοϊκό όραμα της αστικής κοινωνίας ως χειραφέτησης. Στον καπιταλισμό, ωστόσο, η αστική κοινωνία  συνέβη να παραβιάσει τη δική της επαγγελλόμενη δυνατότητα. Αυτό κατέστη «φυσική κατάσταση», όχι με την έννοια του Ρουσό, αλλά μάλλον σύμφωνα με αυτή του Χομπς, του «πολέμου όλων εναντίον όλων» — μία σύλληψη που είχε δεχθεί κριτική από τον Ρουσό. Η κοινωνία δεν προοριζόταν να αποτελέσει την αναστολή των εχθροπραξιών αλλά την πραγμάτωση της ελευθερίας. Επιπλέον, η ανθρωπότητα εντός της κοινωνίας επιδείκνυε μία «γενική βούληση», μη-αναγώγιμη στα ξεχωριστά μέλη της: μεγαλύτερη από το άθροισμα των μερών της. Όχι έναν Λεβιάθαν αλλά μια «δεύτερη φύση», μια αναγέννηση του δυνητικού [στοιχείου], τόσο συλλογικά όσο και ατομικά. Η ανθρώπινη φύση ανακάλυψε την πραγμάτωση της ελευθερίας της στην κοινωνία, αλλά οι άνθρωποι ήταν ελεύθεροι να αναπτυχθούν και να μεταμορφωθούν, για καλό ή για κακό. Συνεπώς, η προσέγγιση της κοινωνίας εγγύτερα στη «φυσική κατάσταση» σκόπευε να επιτρέψει τη δυνατότητα της ανθρωπότητας να πραγματωθεί πληρέστερα. Ο κομμουνισμός, σύμφωνα με τον Μαρξ, προοριζόταν να ακολουθήσει τον Ρουσό και όχι τον Χομπς, στην υλοποίηση των επιδιώξεων και δυνατοτήτων της αστικής κοινωνίας. Όμως, πρώτα, ο κομμουνισμός έπρεπε να είναι ξεκάθαρος σχετικά με τους στόχους του.

Κομμουνισμός: όχι αντιτιθέμενος, αλλά εντός, διαμέσου, και πέρα από την αστική κοινωνία του κεφαλαίου

Η μαρξιστική υπόθεση είναι ότι η σκέψη και πολιτική του Μαρξ αντιστοιχεί σε μία στιγμή βαθύτατου μετασχηματισμού στην ιστορία της νεώτερης κοινωνίας, και μάλιστα στην ιστορία της ανθρωπότητας: αντιστοιχεί στην άνοδο του «βιομηχανικού κεφαλαίου» και του συνακόλουθου «σοσιαλδημοκρατικού» εργατικού κινήματος που συνόδευσε αυτή την αλλαγή. Αυτό εκφράστηκε στην απαίτηση των εργατών για κοινωνικήδημοκρατία, για την οποία ο Μαρξ σκεφτόταν ότι ήταν ανάγκη να υψωθεί σε επίπεδο μεγαλύτερης αυτοσυνείδησης προκειμένου να επιτύχει τους στόχους της.[33] Ο Μαρξ χαρακτήρισε τη στιγμή του βιομηχανικού κεφαλαίου ως εμβληματική της κρίσης της νεώτερης κοινωνίας—ή ακόμα και ενός συμβάντος και μίας κρίσης της «φυσικής ιστορίας»[34] —κατά την οποία κρίση η ανθρωπότητα ήρθε αντιμέτωπη με την επιλογή, όπως το έθεσε η Λούξεμπουργκ (απηχώντας τον Ένγκελς), «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα».[35] Αυτό συνέβη επειδή οι κλασικές αστικές μορφές πολιτικής που είχαν αναδυθεί την προηγούμενη περίοδο, της ανόδου του κεφαλαίου με τη μορφή της μανιφακτούρας, δηλαδή ο φιλελευθερισμός και η δημοκρατία, αποδείχτηκαν ανεπαρκείς απέναντι στα προβλήματα και τις προκλήσεις της νεώτερης κοινωνίας κατά τον 19ο αιώνα—δηλαδή [κατά] τη στιγμή του Μαρξ. Με τον Μαρξ η ανθρωπότητα αντιμετωπίζει μια νέα, πρωτοφανή αποστολή. Εντούτοις, ούσα ακόμα ανεκπλήρωτη, η αποστολή αυτή έχει επιπλέον παραμεληθεί σήμερα.[36]

Στη μετασχηματισμένη συνθήκη του κεφαλαίου, ο φιλελευθερισμός και η δημοκρατία έγιναν αναγκαίοι ακριβώς εξαιτίας της αδυνατότητάς τους, παραπέμποντας έτσι στη «διαλεκτική» Aufhebung (αναίρεση) τους— ολοκλήρωσης και υπέρβασης (transcendence) μέσω άρνησης, ή αυθυπέρβασης (self-overcoming).[37] Οι όροι  φιλελευθερισμός και δημοκρατία δεν κατέστησαν αντιφατικοί μόνον ως προς την αμοιβαία τους συσχέτιση αλλά και έκαστος [κατέστη] αντιφατικός ως προς τον εαυτό του εντός του κεφαλαίου. Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι ο κομμουνισμός ενάντια στη φιλελεύθερη δημοκρατία—όπως το εκλαμβάνουν ο Μπαντιού και ο Ζίζεκ. Ο κομμουνισμός ήταν, για τον Μαρξ, το πολιτικό κίνημα που παρέπεμπε στην πιθανότητα υπέρβασης της αναγκαιότητας του φιλελευθερισμού και της δημοκρατίας, ή υπέρβασης της ανάγκης για «αστική» πολιτική per se (ως τέτοια, καθαυτή). Κάτι τέτοιο όμως θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσω της πολιτικής των αιτημάτων της εργατικής τάξης για αστικά δικαιώματα. Ο Μαρξ έβλεπε τον σοσιαλισμό και κομμουνισμό που είχαν αναδυθεί στην εποχή του ως έκφραση μίας όψιμης, και συνεπώς αυτο-αντιφατικής και δυνητικά μη συνεκτικής, μορφής αστικού ριζοσπαστισμού—εκφράζοντας τη ριζοσπαστικοποίηση της αστικής κοινωνίας—η οποία όμως διεκδικούσε την απολύτρωσή της. Ο Μαρξ διερεύνησε τη δυναμική εντός του κεφαλαίου για το πέρασμα πέραν των αιτημάτων για περισσότερο φιλελευθερισμό και δημοκρατία. Ο επακόλουθος «κομμουνισμός» έχασε επ’ αυτού την επαφή με τον Μαρξ, και αποσυντέθηκε στην αντινομία του 20ού αιώνα μεταξύ σοσιαλισμού και φιλελευθερισμού.[38] Η μαρξιστική υπόθεση είναι ότι ο Μαρξ αναγνώρισε τη δυνατότητα, όχι της αντίθεσης στην αστική κοινωνία, αλλά του ποιοτικού μετασχηματισμού εντός, μέσω, και πέρα από την αστική κοινωνία. | P


[1]. Alain Badiou, The Communist Hypothesis (Λονδίνο: Verso, 2010). Εκδόθηκε ως βιβλίο τσέπης με κόκκινο σκληρό εξώφυλλο, στο οποίο φιγουράρει ένα έντονο χρυσό αστέρι—ένα Μικρό Κόκκινο Βιβλίο  (όπως αλλιώς τιτλοφορούνται τα Αποφθέγματα του Προέδρου Μάο Τσε-Τουνγκ) για την εποχή μας;

[2]. Badiou, “The Communist Hypothesis,” New Left Review 49 (Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2008), 29–42.

[3]. Το άλλο βιβλίο που προέρχεται από το δοκίμιο του Μπαντιού του 2008 στο περιοδικό New Left Review είναι το:The Meaning of Sarkozy (London: Verso, 2008).

[4]. Badiou, “The Communist Hypothesis,” 34–35.

[5]. Ό.π., 35.

[6]. Ό.π., 35–36.

[7]. Ό.π., 36–37.

[8]. Βλ. Theodor W. Adorno, “Those Twenties,” Critical Models: Interventions and Catchwords, μτφρ. Henry Pickford (New York: Columbia University Press, 1998), 41–48, αρχικά δημοσιευμένο το 1961. Εκεί ο Αντόρνο δήλωνε ότι «ήδη στη δεκαετία του 1920, ως συνέπεια των γεγονότων του 1919, η απόφαση έγειρε κατά της πολιτικής δυναμικής η οποία, εάν τα πράγματα εξελίσσονταν διαφορετικά, θα μπορούσε με μεγάλη πιθανότητα να επηρεάσει τις εξελίξεις στη Ρωσία και να αποτρέψει τον Σταλινισμό».  Συνεπώς, «μόνο κατ’ επίφασιν η δεκαετία του ’20 συνιστούσε έναν κόσμο όπου ‘όλα μπορούσαν να επιτρέπονται’, δηλαδή μια ουτοπία» (43). Πράγματι, σύμφωνα με τον Αντόρνο, «η ηρωική εποχή ήταν στην πραγματικότητα αυτή περί το 1910» (41). Βλ. παρακάτω την [υποσημείωση 13].

[9]. Peter Preuss, Εισαγωγή στο Friedrich Nietzsche, On the Advantage and Disadvantage of History for Life(Indianapolis: Hackett, 1980), 1.

[10]. Βλ. την εισαγωγή του Louis Menand του 2003 στην επανέκδοση του βιβλίου τού Edmund Wilson, To the Finland Station: A Study in the Writing and Acting of History (New York: New York Review of Books, 2003), το οποίο αρχικά εκδόθηκε το 1940, στην οποία ο Menand παραθέτει τον ισχυρισμό του Wilson ότι «οι Μαρξ και Ένγκελς ήταν οι philosophes (φιλόσοφοι) ενός δεύτερου Διαφωτισμού» (xvi). Επιπρόσθετα, ο Menand επισημαίνει ότι,

«Ο μαρξισμός έδωσε ένα νόημα στη νεωτερικότητα… Ο μαρξισμός θεμελιώθηκε σε μια επίκληση κοινωνικής δικαιοσύνης, όμως υπήρχαν πολλές μορφές που μπορούσε να λάβει αυτή η επίκληση. Το μεγαλύτερο θέλγητρό του ήταν η ανακάλυψη ενός νοήματος στην ίδια την ιστορία, ενός νοήματος στο οποίο τα ανθρώπινα όντα μπορούσαν να συμμετέχουν. (xiii)

[11]. Βλ. για παράδειγμα: Adorno, History and Freedom: Lectures 1964–65, επ. Rolf Tiedemann, μτφρ. Rodney Livingstone (Cambridge, U.K.: Polity, 2006).

[12]. Immanuel Kant, “Idea for a Universal History from a Cosmopolitan Point of View,” μτφρ. Lewis White Beck, στο: Kant on History (Indianapolis: Bobbs-Merrill, 1963), 11–25.

[13]. Για παράδειγμα, ο τίτλος της μπροσούρας του Λένιν, Ιμπεριαλισμός: ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού(1916) υποδηλώνει αυτό που σήμαινε η ιστορική εποχή τού «ιμπεριαλισμού» για τον Λένιν και τους συγκαιρινούς τους μαρξιστές: την παραμονή της επανάστασης. Η αυτοκατανόηση των μαρξιστών του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού εδραίωνε την ιστορία του ίδιου του μαρξισμού στην ιστορία του κεφαλαίου, ακόμα κι αν στην προπαγανδιστική ρητορική τους αποκαλούσαν ατυχώς την κρίση του κεφαλαίου, που εξέφραζε ο μαρξισμός, ως «αναπόφευκτη». Βλ. παρακάτω την [υποσημείωση 18].

[14]. Βλ. Karl Korsch, “Marxism and Philosophy,” Marxism and Philosophy, μτφρ. Fred Halliday (New York: Monthly Review Press, 2008). Αρχική δημοσίευση το 1923. Επίσης διατίθεται διαδικτυακά: <http://www.marxists.org/archive/korsch/1923/marxism-philosophy.htm>.

[15]. Βλ. την εκτενή εργασία του Lars T. Lih’s επί του «καουτσκισμού» του Λένιν, για παράδειγμα στο LeninRediscoveredWhat is to be Done? in Context (Chicago: Haymarket Books, 2008).

[16]. Στη θαυμαστή πρώτη υποσημείωση του βιβλίου του Τι να κάνουμε; (1902), διαθέσιμο διαδικτυακά (στα αγγλικά) εδώ:

<http://www.marxists.org/archive/lenin/works/1901/witbd/i.htm>, ο Λένιν έθεσε το θέμα ως εξής:

«Με την ευκαιρία, σημειώνουμε ότι στην ιστορία του νεότερου σοσιαλισμού αυτή είναι ίσως η μοναδική κι εξαιρετικά παρήγορη στο είδος της περίπτωση, που για πρώτη φορά η σύγκρουση των διάφορων κατευθύνσεων μέσα στον σοσιαλισμό έχει μετατραπεί από εθνική σε διεθνή. Στο παρελθόν, οι διαμάχες ανάμεσα στους λασαλικούς και τους αϊζεναχικούς, ανάμεσα στους γκεντιστές και τους ποσιμπιλιστές, ανάμεσα στους φαβιανούς και στους σοσιαλδημοκράτες, ανάμεσα στους ‘ναροντβόλτσι’και στους σοσιαλδημοκράτες, περέμειναν καθαρά εθνικές φιλονικίες, αντανακλούσαν καθαρώς εθνικά χαρακτηριστικά και γίνονταν, ας πούμε, σε διαφορετικά επίπεδα. Σήμερα (αυτό είναι τώρα πια ολοφάνερο), οι Άγγλοι φαβιανοί, οι Γάλλοι μινιστεραλιστές, οι Γερμανοί μπερσταϊνικοί, οι Ρώσοι κριτικοί – όλοι τους αποτελούν μια οικογένεια, όλοι τους επαινούν ο ένας τον άλλο, διδάσκονται ο ένας από τον άλλο και όλοι μαζί ξεσπαθώνουν ενάντια στον ‘δογματικό’ μαρξισμό. Ίσως σ’ αυτή την πρώτη, πραγματικά διεθνή, σύγκρουση με τον σοσιαλιστικό οπορτουνισμό, η διεθνής επαναστατική σοσιαλδημοκρατία να δυναμώσει αρκετά, ώστε να βάλει τέρμα στην πολιτική αντίδραση που ήδη από καιρό βασιλεύει στην Ευρώπη» (μτφρ. εκδόσεων Σύγχρονη Εποχή, 2002, σελ.11-12).

[17]. Βλ. Leon Trotsky, “Art and Politics in Our Epoch,” γράμμα του Τρότσκυ στους εκδότες της Partisan Review με ημερομηνία 18/6/1938, διαθέσιμο διαδικτυακά [στα αγγλικά] εδώ: <http://www.marxists.org/archive/trotsky/1938/06/artpol.htm>:

«Καμιά προοδευτική ιδέα δεν αναδύθηκε από μια «μαζική βάση», αλλιώτικα δε θα ‘ταν προοδευτική. Μόνο κατά το τελευταίο της στάδιο μια ιδέα συναντάει τις μάζες, με τον όρο, σίγουρα, ότι ανταποκρίνεται η ίδια στις απαιτήσεις της προόδου. Όλα τα μεγάλα κινήματα άρχισαν σα ‘σχίσματα’ προγενέστερων κινημάτων… Η οργάνωση των Μαρξ – Έγκελς αναδύθηκε σα ‘σχίσμα’ της εγελιανής Αριστεράς. Η Κομμουνιστική [Τρίτη] Διεθνής φύτρωσε μέσα στην καρδιά του [Πρώτου παγκοσμίου] πολέμου από τα ‘σχίσματα’ της σοσιαλδημοκρατικής [Δέυτερης] Διεθνούς. Αν αυτοί οι πρωτοπόροι αποδείχτηκαν ικανοί να δημιουργήσουν μια μαζική βάση, ήταν ακριβώς επειδή δεν φοβόντουσαν την απομόνωση. Ήξεραν προκαταβολικά πως η ποιότητα των ιδεών τους θα μεταβαλλόταν σε ποσότητα. Αυτά τα ‘σχίσματα’… φέρανε μέσα τους τα σπέρματα των μεγάλων ιστορικών κινημάτων του αύριο».

Στα ελληνικά, είναι διαθέσιμο διαδικτυακά εδώ [τροποποιήσαμε σημαντικά τη μετάφραση]:

http://www.marxistbooks.gr/logotexn_n.htm

[18]. Βλ. Καρλ Κορς, Μαρξισμός και Φιλοσοφία (μτφρ. Μανόλη Λαμπρίδη, Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου, εκδ. Ύψιλον, 1981, σελ. 43-44 [τροποποιήσαμε σημαντικά τη μετάφραση]:

«Συνέβη ένας μετασχηματισμός και μία ανάπτυξη της μαρξιστικής θεωρίας υπό το ιδεολογικό κάλυμμα της επιστροφής στην καθαρή ή αυθεντική διδασκαλία του αληθινού μαρξισμού. Εύκολα όμως μπορούμε να καταλάβουμε τόσο τους λόγους αυτής της κάλυψης όσο και τον πραγματικό χαρακτήρα της διαδικασίας που απέκρυβε. Στο χώρο της μαρξιστικής θεωρίας, θεωρητικοί όπως η Ρόζα Λούξεμπουργκ στη Γερμανία και ο Λένιν στη Ρωσία δεν έκαναν και δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να την απελευθερώνουν από τις παραλυτικές παραδόσεις της σοσιαλδημοκρατίας. Ανταποκρίνονται έτσι στις πρακτικές ανάγκες του νέου επαναστατικού επιπέδου προλεταριακής ταξικής πάλης, κατά το οποίο οι παραδόσεις αυτές βάραιναν ‘σαν εφιάλτης’ τον νου εκείνων των εργατικών μαζών των οποίων η, αντικειμενικά επαναστατική, κοινωνική και οικονομική θέση είχε από καιρό πάψει να αντιστοιχεί σ’ αυτά τα εξελικτικά δόγματα. Η εμφανής αναβίωση της αυθεντικής μαρξιστικής θεωρίας στην Τρίτη Διεθνή είναι απλά αποτέλεσμα του γεγονότος ότι σε κάθε νέα επαναστατική περίοδο, όχι μόνο το ίδιο το εργατικό κίνημα, αλλά και οι θεωρητικές αντιλήψεις των κομμουνιστών που το εκφράζουν, πρέπει να προσλάβουν επαναστατική μορφή. Αυτός είναι ο λόγος που σημαντικές πλευρές του μαρξιστικού συστήματος, που φαίνονταν να έχουν ουσιαστικά ξεχαστεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, ξανάρχονται τώρα στη ζωή.»

Έχω επεξεργαστεί περαιτέρω την σημασία αυτού του σπουδαίου δοκιμίου του Κορς στην παρουσίαση μου τού βιβλίου Marxism and Philosophy (2008), στην Platypus Review 15 (Σεπτέμβριος 2009), διαθέσιμη διαδικτυακά εδώ:

<http://platypus1917.org/2009/09/03/book-review-karl-korsch-marxism-and-philosophy/>.

[19]. Ο Αντόρνο, στους «Στοχασμούς για την ταξική θεωρία» (Reflections on class theory -που συνέγραψε αρχικά το 1942), παρέχει την ακόλουθη, αναμφίβολα ισχυρή, ερμηνεία της οπτικής του Κομμουνιστικού Μανιφέστουτων Μαρξ και Ένγκελς:

«Σύμφωνα με τη θεωρία, η ιστορία είναι ιστορία ταξικών αγώνων. Όμως η έννοια της τάξης είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένη με την ανάδυση του προλεταριάτου… Εκτείνοντας την έννοια της τάξης στην προϊστορία, η θεωρία… στρέφεται ενάντια στην ίδια την προϊστορία. Εκθέτοντας την ιστορική αναγκαιότητα που γέννησε τον καπιταλισμό, η πολιτική οικονομία έγινε κριτική της ιστορίας ως όλου… Όλη ιστορία είναι ιστορία ταξικών αγώνων επειδή πάντα ήταν το ίδιο πράγμα, δηλαδή προϊστορία». (Can One Live After Auschwitz? A Philosophical Reader, επ. Rolf Tiedemann (Stanford: Stanford University Press, 2003, 93–94.)

[20]. Walter Benjamin, “Experience and Poverty,” Selected Writings τ. 2 1927–34 (Cambridge, MA: Harvard University Press, 1999), 735. Εκδόθηκε αρχικά το 1933.

[21]. Ο όρος που χρησιμοποιείται για να περιγραφεί αυτή η αλλαγή είναι «Ανθρωπόκαινος» (εποχή). Ο Jeffrey Sachs, στη δεύτερή του από τις «Διαλέξεις του Reith» το 2007, με τίτλο «Επιβίωση στην Ανθρωπόκαινο» (Πανεπιστήμιο του Πεκίνου, 18 Απριλίου 2007, διαθέσιμη διαδικτυακά εδώ:

<http://www.bbc.co.uk/radio4/reith2007/lecture2.shtml>), τη χαρακτήρισε ως εξής:

«Η ‘ανθρωπόκαινος’—ένας όρος εντυπωσιακά παρασταστικός, ένας όρος που επινόησε ένας από τους μεγαλύτερους επιστήμονες της εποχής μας, ο Paul Crutzen, για να επισημάνει το γεγονός ότι για πρώτη φορά τα ανθρώπινα όντα κρατούν στα χέρια τους, όχι μόνο την οικονομία και τη δυναμική του πληθυσμού, αλλά και τα φυσικά συστήματα του πλανήτη, εννοώντας με τον όρο ‘ανθρωπόκαινος’ τη δημιουργημένη από τους ανθρώπους εποχή της ιστορίας της γης. Οι γεωλόγοι αποκαλούν την εποχή μας Ολόκαινο—δηλαδή την περίοδο των τελευταίων 13.000 ετών, ή από την τελευταία εποχή των παγετώνων—όμως ο Crutzen, σοφά και ίσως συγκλονιστικά, διαπίστωσε ότι οι δύο τελευταίοι αιώνες αποτελούν πραγματικά μία μοναδική εποχή, όχι μόνο της ανθρώπινης ιστορίας, αλλά επίσης και της φυσικής ιστορίας της γης».

[22]. Μαρξ, «Για μία αμείλικτη κριτική απέναντι σε ό,τι υπάρχει», γράμμα στον Arnold Ruge (Σεπτέμβριος, 1843), στο: Robert Tucker, επ., Marx-Engels Reader (New York: Norton, 1978), 12–15. Διατίθεται διαδικτυακά [στα αγγλικά] εδώ:

<http://www.marxists.org/archive/marx/works/1843/letters/43_09.htm>.

[23]. Μαρξ, Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα του 1844, στο: Tucker, επ., Marx-Engels Reader, 93. Διατίθεται διαδικτυακά εδώ:

<http://www.marxists.org/archive/marx/works/1844/manuscripts/comm.htm>.

[24]. Leszek Kolakowski, Main Currents in Marxism (New York: Norton, 2005), 1212.

[25]. Βλ. Robert Pippin, “Critical Inquiry and Critical Theory: A Short History of Nonbeing,” Critical Inquiry 30.2 (Winter 2004), 424–428, διατίθεται διαδικτυακά εδώ: <http://criticalinquiry.uchicago.edu/issues/v30/30n2.Pippin.html>. Ο Pippin έγραψε ότι,

«Αυτό που ήθελα να υποδηλώσω… είναι η ελλιπής κατανόησή μας της μετα-καντιανής καστάστασης, για παράδειγμα σε σχέση με τους «αναγκαίους όρους δυνατότητας του μη όντος» (“the necessary conditions for the possibility of what isn’t”). Δεν είμαι σίγουρος ότι κάτι τέτοιο θα μας οδηγούσε πουθενά. Η φιλοσοφία σπανίως το πετυχαίνει αυτό. Υπάρχει μάλλον για να μας υπενθυμίζει ότι δεν έχουμε πετύχει τίποτα. (428)

[26]. Βλ. Μαρξ, Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία, 1848–50 (αρχική δημοσίευση το 1850) και Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη (αρχική δημοσίευση το 1852).

[27]. Μαρξ, 18η Μπρυμαίρ, στο: Tucker, επ., Marx-Engels Reader (602-603) – στα ελληνικά εδώ:

http://www.politikokafeneio.com/neo/modules.php?name=News&file=article&sid=5739

«Κάθε διεκδίκηση και της πιο απλής αστικής οικονομικής μεταρρύθμισης, του πιο συνηθισμένου φιλελευθερισμού, του πιο τυπικού ρεπουμπλικανισμού, της πιο ρηχής δημοκρατίας, τιμωρείται ταυτόχρονα σαν ‘απόπειρα κατά της κοινωνίας’ και στιγματίζεται σαν ‘σοσιαλισμός’… Αστοί φανατικοί οπαδοί της τάξεως πυροβολούνται στους εξώστες τους από μεθυσμένα μπουλούκια φαντάρων, βεβηλώνεται η ιερότητα της οικογένειάς τους…  στο όνομα της ιδιοκτησίας, της οικογένειας… και της τάξεως… Τελικά, τα αποβράσματα της αστικής κοινωνίας παίρνουν τη μορφή του… ‘σωτήρα της κοινωνίας’».

[28]. Ο Ένγκελς το συνόψισε αυτό πολύ καλά το 1891στην εισαγωγή του στο έργο του Μαρξ, Ο εμφύλιος πόλεμος της Γαλλίας (1871). Υπάρχει στο: Tucker, επ., Marx-Engels Reader, 620.

[29]. Βλ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο: Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, μτφρ. (στα αγγλικά) Ben Fowkes (London: Penguin, 1990), 165.

[30]. Βλ. την ομιλία μου «Το κεφάλαιο στην ιστορία: Η ανάγκη για μία μαρξική φιλοσοφία της ιστορίας της Αριστεράς», Platypus Review 7 (Οκτώβριος 2008), διαθέσιμη διαδικτυακά στα ελληνικά εδώ: <http://platypus1917.org/2008/10/01/%CF%84%CE%BF-%CE%BA%CE%B5%CF%86%CE%AC%CE%BB%CE%B1%CE%B9%CE%BF-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CE%B7-%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CE%B3%CE%BA%CE%B7-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CE%BC/>

[31]. Βλ. Platypus Historians Group, “Introduction to the History of the Left: Changes in the meaning of class struggles,” Platypus Review 3 (Μάρτιος 2008), διαθέσιμο διαδικτυακά εδώ: <http://platypus1917.org/2008/03/01/introduction-to-the-history-of-the-left-changes-in-the-meaning-of-class-struggles/>.

[32]. Βλ. Rousseau, The Social Contract, κεφ. 8 “Civil Society,” μτφρ. (στα αγγλικά) Maurice Cranston (London: Penguin, 1968), 64–65. Αρχικά δημοσιευμένο το 1762.

[33]. Βλ. Μαρξ, «Για μία αμείλικτη κριτική απέναντι σε ό,τι υπάρχει».

[34]. Βλ. [υποσημείωση 21], παραπάνω. Βλ. επίσης, Αντόρνο, «Η ιδέα της φυσικής ιστορίας» (γραμμένο αρχικά το 1932), μτφρ. Φώτης Τερζάκης, εκδ. Πρίσμα, 1992 (εδώ το απόσπασμα σε δική μας μετάφραση): «Δεν είναι ζήτημα τελειοποίησης μιας θεωρίας από μια άλλη, αλλά της εμμενούς ερμηνείας της θεωρίας. Υποβάλλω τον εαυτό μου, τρόπον τινά, στο κύρος της υλιστικής διαλεκτικής».

[35]. Βλ. Luxemburg, The Crisis in German Social Democracy (ή αλλιώς The Junius Pamphlet, που εκδόθηκε αρχικά το 1915), διαθέσιμο διαδικτυακά εδώ: <http://www.marxists.org/archive/luxemburg/1915/junius/index.htm>.

[36]. Βλ. Κορς, Μαρξισμός και Φιλοσοφία, ό.π. σελ.36 (τροποποιήσαμε τη μετάφραση):

«[Ο Μαρξ έγραψε ότι] ‘[η ανθρωπότητα] δεν θέτει εμπρός της παρά προβλήματα που μπορεί να επιλύσει, αφού εξετάζοντας καλύτερα τα πράγματα, θα δούμε πως το εκάστοτε πρόβλημα αναφαίνεται πάντα εκεί που οι υλικοί όροι για την επίλυσή του έχουν ήδη διαμορφωθεί ή τουλάχιστον κατανοείται πως έχουν αρχίσει να δημιουργούνται’ [Πρόλογος της Συμβολής στην κριτικής της πολιτικής οικονομίας (1859)]. Αυτή η απόφανση δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι ένα πρόβλημα που υπερβαίνει τις παρούσες σχέσεις μπορεί να έχει διαμορφωθεί σε μια προηγούμενη εποχή».

[37]. Επ’ αυτού, βλ. μερικά από τα πιο πρώιμα γραπτά του Μαρξ, τα οποία παρείχαν τα σημεία εκκίνησης για το πιο ώριμο έργο του, όπως τη «Συμβολή στην κριτική της εγελιανής Φιλοσοφίας του Δικαίου» (1843), το «Εβραϊκό ζήτημα» (1843), και την «Αθλιότητα της φιλοσοφίας» (1847).

[38]. Για τους Μαρξ και Ένγκελς εντούτοις, δεν υπήρχε αναγκαστικά αντίφαση μεταξύ της ελευθερίας του ατόμου και του συνόλου ή, μ’ αυτή την έννοια, μεταξύ φιλελευθερισμού και σοσιαλισμού: «Στη θέση της παλιάς αστικής κοινωνίας με τις τάξεις και τις ταξικές της αντιθέσεις έρχεται μια ένωση, όπου η ελεύθερη ανάπτυξη του καθενός είναι η προϋπόθεση για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων». (Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, διαθέσιμο διαδικτυακά στα ελληνικά εδώ:

http://www.marxists.org/ellinika/archive/marx/works/1848/com-man/index.htm )

Για περαιτέρω συζήτηση αυτού του εκφυλισμού και αποσύνθεσης της αρχικής μαρξικής οπτικής, βλ. το άρθρο μου «1917» στο: The Decline of the Left in the 20th Century: Toward a theory of historical regressionPlatypusReview 17 (Νοέμβριος 2009), διαθέσιμο διαδικτυακά εδώ: <http://platypus1917.org/2009/11/18/the-decline-of-the-left-in-the-20th-century-1917/>. Βλ. επίσης: Platypus Historians Group, “Friedrich Hayek and the legacy of Milton Friedman: Neo-liberalism and the question of freedom (in part, a response to Naomi Klein),” Platypus Review 8 (Νοέμβριος 2008), διαθέσιμο διαδικτυακά εδώ: <http://platypus1917.org/2008/11/01/friedrich-hayek-and-the-legacy-of-milton-friedman-neo-liberalism-and-the-question-of-freedom/>∙ και το άρθρο μου “Obama and Clinton: ‘Third Way’ politics and the ‘Left’,” Platypus Review 9 (Δεκέμβριος 2008), διαθέσιμο διαδικτυακά εδώ:

<http://platypus1917.org/2008/12/01/obama-and-clinton-third-way-politics-and-the-left/>.

* Όπως το έθεσε ο James Miller, συγγραφέας του βιβλίου The Passion of Michel Foucault (2000), στην εισαγωγή του, το 1992, στο βιβλίο τού Ρουσό, Discourse on the Origin of Inequality (Indianapolis: Hackett, 1992),

«Η αρχή της ελευθερίας και η συνακόλουθή της ‘τελειοποιησιμότητα’… υποδηλώνει πως οι δυνατότητες να είσαι άνθρωπος είναι πολλαπλές και, κυριολεκτικά, ατελείωτες… Σύγχρονοί του, όπως ο Καντ, κατάλαβαν καλά την καινοτομία και τις ριζικές συνεπαγωγές της νέας αρχής της ελευθερία του Ρουσό, και εκτίμησαν την ασυνήθιστη έμφαση στην ιστορία ως του τόπου όπου η αληθινή φύση του είδους μας ταυτόχρονα πραγματώνεται και διαστρέφεται, αποκαλύπτεται και στρεβλώνεται. Ένας νέος τρόπος σκέψης επί της ανθρώπινης κατάστασης είχε εμφανιστεί… Όπως το έθεσε ο Χέγκελ, «Η αρχή της ελευθερίας ανέτειλε για τον κόσμο με τον Ρουσό, και έδωσε άπειρη δύναμη στον άνθρωπο, ο οποίος πλέον αντιλήφθηκε τον εαυτό του ως άπειρο». (xv)

Η Παρακμή της Αριστεράς στον 20ο αιώνα.

Προς μια θεωρία ιστορικής οπισθοδρόμησης

Platypus Review 17 | November 2009

Μετάφραση: Ισιδώρα Στανιμεράκη

Επιμέλεια: Θοδωρής Βελισσάρης

[PDF]  [Video Recording]

[English]

Στις 18 Απριλίου του 2009, η διεθνής ομάδα του Πλατύποδα διεξήγαγε την ακόλουθη εκδήλωση-συζήτηση στο συνέδριο του Αριστερού Φόρουμ στο Pace University της Νέας Υόρκης. Οι ομιλίες και η συζήτηση οργανώθηκαν γύρω από τέσσερις σημαίνουσες στιγμές στον προοδευτικά βίαιο διαχωρισμό μεταξύ θεωρίας και πράξης κατά την πορεία του 20ου αιώνα: 2001 (Spencer A. Leonard), 1968 (Atiya Khan), 1933 (Richard Rubin), και 1917 (Chris Cutrone). Ακολουθεί η επιμελημένη απομαγνητοφώνηση της εισαγωγής στη συζήτηση από τον Benjamin Blumberg, των προετοιμασμένων τοποθετήσεων των ομιλητών και της συζήτησης που ακολούθησε. Η επιθεώρηση Platypus Review (στην οποία δημοσιεύτηκε αυτή η απομαγνητοφώνηση) ενθαρρύνει τους ενδιαφερόμενους αναγνώστες να δουν σε βίντεο ολόκληρη αυτή τη συζήτηση.
Ερ: Τι συνεπάγεται ο όρος «χειραφέτηση»; Σε ποιο «εκείθεν» παραπέμπει ο καπιταλισμός; Πιο συγκεκριμένα, ποιος θα είναι ο ρόλος του κράτους σε αυτό το «εκείθεν» και πώς θα οργανώνεται η οικονομία; Μου φαίνεται ότι το να διδαχθούμε από το παρελθόν είναι σημαντικό, αλλά αν δεν υπάρχει κάποιο όραμα αυτού που υπάρχει πέραν του καπιταλισμού τότε έχουμε πρόβλημα.

Ερωταπαντήσεις

Richard Rubin: Υπό μία έννοια, αυτό είναι ένα ερώτημα που αφορά στο πώς θα μπορούσε να λειτουργήσει μια σοσιαλιστική οικονομία. Αλλά θα ήθελα να αναβάλλω το ερώτημα, διότι τα κύρια προβλήματα με τον σοσιαλισμό στον 20ο αιώνα δεν ήταν οικονομικά αλλά πολιτικά. Και πάλι, πρόκειται για μια υποκείμενη σε αλλαγές και πολύπλοκη ιστορία, ωστόσο η κύρια κριτική της Αριστεράς στην Σοβιετική Ένωση δεν ήταν ούτε τεχνική ούτε οικονομική. Εστίαζε μάλλον στον καταπιεστικό και δικτατορικό χαρακτήρα του καθεστώτος. Σε ό,τι αφορά το κράτος, νομίζω πως η σκέψη του Λένιν για την απονέκρωσή του παραμένει έγκυρη. Εννοώ, πως οι λόγοι για τους οποίους είχαμε μια σταλινική δικτατορία και όχι μια αυθεντικά δημοκρατική σοσιαλιστική πολιτεία, είναι σαφώς σύνθετοι, αλλά θα ισχυριζόμουν πως είναι στην ουσία τους ενδεχομενικά, ιστορικά ερωτήματα, μη εγγενή στο σοσιαλιστικό εγχείρημα καθεαυτό. Εάν είναι εγγενή σε αυτό, τότε πραγματικά χάνουμε τον καιρό μας.

Chris Cutrone: Συμπληρώνοντας κάτι ακόμα στα σχόλια του Ρίτσαρντ: Δεν γνωρίζουμε και δεν μπορούμε ακόμη να γνωρίζουμε ποια θα ήταν τα τεχνικά προβλήματα οργάνωσης μιας παγκόσμιας οικονομίας επί μιας σοσιαλιστικής βάσεως. Όταν ο Λένιν κάνει λόγο για την απονέκρωση του κράτους, αυτό που σαφώς εννοεί είναι την απονέκρωση της δικτατορίας του προλεταριάτου. Δεν εννοεί την απονέκρωση ενός εθνικού κράτους περικυκλωμένου από τον καπιταλισμό. Υπάρχει ένα είδος παραδοσιακής μαρξιστικής απαγόρευσης προσχεδίων ή εικόνων μιας μελλοντικής κοινωνίας. Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι πως εάν πρόκειται η ελευθερία να είναι ελεύθερη, τότε δεν μπορεί να καθοριστεί εκ των προτέρων. Στόχος του μαρξισμού είναι να άρει τα εμπόδια του καπιταλισμού έτσι όπως τα κατανοούμε μέχρι αυτό το σημείο· και έχουμε καταφέρει να τα κατανοήσουμε μόνο στο βαθμό που αγωνιστήκαμε εναντίον τους. Κομμάτι της θέσης μας για την οπισθοδρόμηση είναι ότι η πάλη ενάντια στον καπιταλισμό έχει πάψει και, ως εκ τούτου, δεν κατανοούμε όντως το πρόβλημα του καπιταλισμού τόσο καλά όσο παλαιότερα. Μπορούμε μόνο να το κατανοήσουμε, ως πραγματικό πρόβλημα, κατά την διαδικασία της προσπάθειας αναίρεσής του. Υπό αυτήν την έννοια, η εγκαθίδρυση μιας παγκόσμιας δικτατορίας του προλεταριάτου, απλώς θα επέτρεπε στο πρόβλημα του καπιταλισμού να αντιμετωπιστεί.

Ένας άλλος τρόπος προσέγγισης θα ήταν να ρωτήσουμε: «Τι θα σήμαινε να πολιτικοποιήσουμε την οικονομία;». Εν τέλει, αυτό δεν είναι που εγείρεται από τον Ομπαμα-ισμό; Τι είδους πολιτικό ζήτημα είναι η οικονομία; Το επιχείρημα του Μαρξ ήταν ότι η ανάδυση ενός σύγχρονου εργατικού κινήματος, μιας ιστορικά νέας και δυνητικά χειραφετητικής πολιτικής, έθεσε το ερώτημα της οργάνωσης της οικονομίας επί μιας δημοκρατικής βάσεως. Θέτει το ερώτημα. Η επεξεργασία του δεν έχει λάβει χώρα με κανένα τρόπο, ούτε και η σοβιετική εμπειρία μας βοηθάει ιδιαιτέρως να αναλογιστούμε το πώς θα μπορούσε κάτι τέτοιο να λειτουργήσει. Το μόνο που αναδεικνύει η σοβιετική εμπειρία είναι η επανάσταση. Θα ήταν θαυμάσιο αν η οργάνωση της σοσιαλιστικής οικονομίας ήταν ένα πρόβλημα τεχνικό. Υπολειπόμαστε σε πολιτικά μέσα για να το καταστήσουμε πρόβλημα τεχνικό.

Ερ: Ποιες είναι, κατά την γνώμη σας, οι μορφές πολιτικής συνείδησης και πρακτικής που εμποδίζουν την αναγνώριση της οπισθοδρόμησης;

R: Θεωρώ ότι οι άνθρωποι φοβούνται να αναγνωρίσουν την οπισθοδρόμηση γιατί αυτό είναι δυσάρεστο στην σκέψη. Είναι πολύ πιο εύκολο να υποπέσει κανείς σε αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε αφελή προοδευτισμό –λέγοντας πάντα ότι «ο αγώνας συνεχίζεται»- από το να στοχαστεί την αποτυχία της Αριστεράς στον 20ο αιώνα, μια αποτυχία που πράγματι καθόρισε την πορεία του αιώνα και της εποχής μας. Αντιθέτως, ο 19ος αιώνας ήταν ένας αιώνας μεγάλης ιστορικής προόδου, με τρόπους που σήμερα μας είναι δύσκολο να διανοηθούμε.

Αtiya Κhan: Θα έπρεπε να εποπτεύσουμε τους τρόπους με τους οποίους η πολιτική συνείδηση όντως προσάρμοσε τον εαυτό της στις αντικειμενικές συνθήκες. Αντί να πιέσει ενάντια στους περιορισμούς του παρόντος, η Αριστερά σήμερα τείνει να εξοικειωθεί με τις παρούσες συνθήκες. Προκειμένου να προσαρμοστεί στην ήττα, η Αριστερά την περιγράφει διαρκώς ως νίκη. Ασφαλώς, οι δυνατότητες της επανάστασης είναι πάντα παρούσες, δεδομένου του αντιφατικού χαρακτήρα του ίδιου του κεφαλαίου. Το πρόβλημα έγκειται στο ότι εκείνοι που διατείνονται ότι βρίσκονται στην Αριστερά, αποποιούνται το εγχείρημα του αναστοχασμού της εν λόγω αντίφασης ως πρόβλημα.

Spencer Leonard: Υπονοούσα κάποια από αυτά τα σημεία όταν έθιξα το ζήτημα της συνεχούς επανάληψης της πολιτικής της δεκαετίας του 1960 στο παρόν, σε ένα χορό πάνω στον τάφο του διοικούμενου κόσμου. Έτσι, για παράδειγμα, ο σύγχρονος αναρχισμός δεν έχει στην πραγματικότητα τίποτα που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε θεωρητική προοπτική. Στην καλύτερη περίπτωση είναι μια εκδοχή φιλελευθερισμού, στην χειρότερη είναι ο διάδοχος του χείριστου παιδαριώδη αριστερισμού της περιόδου του 1960. Σε κάθε περίπτωση, ο αναρχισμός αποτυγχάνει να θέσει το πρόβλημα του κεφαλαίου, με εξαίρεση το πρόβλημα της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης. Άρα, υποθέτω πως θα αντέστρεφα το ερώτημα, ρωτώντας αν όντως υπάρχει σήμερα μια πολιτική που δεν είναι καταδικασμένη να επαναλάβει τις αποτυχίες του παρελθόντος.

Ερ: Η θέση σας για την οπισθοδρόμηση ισχύει και σε μια μεγαλύτερη, παγκόσμια κλίμακα; Φαίνεται πως αυτό που συζητούμε εδώ είναι κυρίως η Ευρωπαϊκή ιστορία.

R: Νομίζω πως το πρόβλημα μπορεί να θεωρηθεί σε παγκόσμια κλίμακα. Αν κοιτάξετε, για παράδειγμα, τον «Τρίτο Κόσμο» -αφήνοντας κατά μέρος τα προβλήματα με την αντιαποικιακές πολιτικη στα μέσα του αιώνα (τα οποία ήταν πολυάριθμα και με κανένα τρόπο ασήμαντα)- εκεί υπήρξε ένας πολύ υψηλότερος βαθμός πολιτικής συνειδητοποίησης κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 από αυτήν που υπάρχει σήμερα. Τούτο συνιστά σαφή εκδήλωση ενός τύπου οπισθοδρόμησης. Επιπλέον, είναι λάθος να διαχωρίζουμε τις πολιτικές εξελίξεις στον Τρίτο Κόσμο από αυτές στον Πρώτο Κόσμο, ειδικά όταν αυτές καθίστανται όλο και πιο συνυφασμένες μεταξύ τους και αντανακλούν ολοένα και περισσότερο η μία την άλλη. Συνεπώς, από την μια πλευρά υπήρξε ένα είδος παραίτησης προς όφελος του τριτοκοσμισμού από ένα μεγάλο κομμάτι της Νέας Αριστεράς, μια παρόρμηση πίσω από την οποία κρυβόταν ένας πεσιμισμός για τη δυνατότητα μετασχηματισμού των δικών της μητροπολιτικών κοινωνιών του κέντρου. Αυτός είναι ο λόγος που εναπόθεσε την ελπίδα της σε κοινωνίες που υποτιθέμενα βρίσκονταν εκτός καπιταλισμού. Επιπλέον, οι τριτοκοσμιστικές πολιτικές της Νέας Αριστεράς –η κυρίαρχη έκφραση της Αριστεράς μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1960- ήταν πολιτικές παγκόσμιου βεληνεκούς. Δεν ήταν μόνο μητροπολιτικές, ούτε μόνο περιφερειακές, αλλά κοινές πολιτικές.

C: Η ιστορία του αντι-ιμπεριαλισμού ή στην πραγματικότητα της αποαποικιοποίησης–καθώς το μεγαλύτερο μέρος της συντελέστηκε μ’ έναν άκρως διοικούμενο τρόπο και όχι διαμέσου κοινωνικο-πολιτικής πάλης— ήταν, πρωτίστως, μια καταστροφή για τον πρώην αποικιοκρατούμενο κόσμο. Μπορούμε να πούμε ότι οι συνθήκες στον μετα-αποικιοκρατούμενο κόσμο είναι με πολλούς τρόπους σημαντικά υποβαθμισμένες και βάναυσες εν συγκρίσει προς αυτές στις αρχές του 20ου αιώνα. Επιπροσθέτως, όπως υπονόησε ο Ρίτσαρντ, η εξοικείωση της Νέας Αριστεράς με μια τριτοκοσμική οπτική της επανάστασηας, βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στον πεσιμισμό ως προς μια επανάσταση στο κέντρο. Ο Φανόν ως γνωστόν είπε «ας εγκαταλείψουμε την Ευρώπη», κάτι που ουσιαστικά συνιστά παραίτηση από την πολιτική. Συνεπώς, εάν πει κανείς ότι ο κόσμος έχει καταστεί περισσότερο πολιτικά ενοποιημένος και, υπό μία έννοια, πιο περιεκτικός στην πορεία του 20ου αιώνα, τούτο πρέπει να συμβαδίσει με μια αφήγηση της εξαχρείωσης και της κενότητας της ίδιας της πολιτικής. Με άλλα λόγια, ο κόσμος μπορεί να συμμετέχει περισσότερο στη δημοκρατική πολιτική, μόνο στο βαθμό που η πολιτική έχει καταστεί επουσιώδης.

L: Με κανένα τρόπο δεν θα λέγαμε ότι η περίοδος της αποικιοκρατίας είναι η α-πολιτική περίοδος και η μετα-αποικιοκρατική, ή η μετα-αποαποικιοκρατική, είναι μια περίοδος πολιτική. Αντιθέτως, η αποαποικιοποίηση εξέφρασε ποικιλοτρόπως την εκτεταμένη ήττα των προγενέστερης και πιο στιβαρής πολιτικής. Με πολλούς τρόπους, λοιπόν, λόγω της κατάρρευσης και όχι της ριζοσπαστικοποίησης αυτού του είδους των επαναστατικών δικτύων και του διεθνούς κοσμοπολιτισμού, που οι αυτοκρατορίες επέτρεψαν (ή που δεν μπόρεσαν να υπονομεύσουν), είναι που κατέστη σχεδόν αδύνατο για εμάς να φανταστούμε αυτό το παρελθόν, παρά μόνο με τους πιο γραφικούς τρόπους.

R: Το κομμάτι του «μη-δυτικού» κόσμου που πιθανόν γνωρίζω καλύτερα είναι αυτό της Μέσης Ανατολής, ο Αραβικός κόσμος. Εκεί, η άνοδος της ισλαμικής πολιτικής προκύπτει, κατά κύριο λόγο, ως άμεση συνέπεια της κατάρρευσης του αραβικού εθνικισμού που επικράτησε στην προηγούμενη γενιά. Αυτή η κατάρρευση του ίδιου του Αραβικού εθνικισμού σχετίζεται με την ήττα της πραγματικής αραβικής Αριστεράς –βασικά της Σταλινικής αραβικής Αριστεράς—όμως παρ’ όλα αυτά μίας αριστερής αραβικής πολιτικής. Ο λόγος, συνεπώς, που υπάρχουν δεξιές Ισλαμιστικές πολιτικές δεν έγκειται σε κάποιο είδος αταβιστικής παρόρμησης που επικράτησε στην περιοχή. Περισσότερο σχετίζεται με την εκκωφαντική ήττα της Αριστεράς. Είναι την ίδια στιγμή ειρωνικό και τραγικό το γεγονός ότι οι δύο περιοχές με την ισχυρότερη αριστερή παράδοση στον Αραβικό κόσμο ήταν αφενός το Ιράκ και αφετέρου η Παλαιστίνη.

Κ: Θα μπορούσα να συνεχίσω πάνω σε αυτό, περιγράφοντας αυτό που συμβαίνει τώρα στο Πακιστάν, ήτοι την ταλιμπανοποίηση μιας ολόκληρης κοινωνίας. Τούτο είναι συνέπεια της αποτυχίας της Αριστεράς, και ειδικότερα των ηττών που αυτή υπέστη την περίοδο μεταξύ των ετών 1968-1971, με κορύφωση τον πόλεμο του Μπαγκλαντές, γεγονός που διαχώρισε το Πακιστάν στα κράτη του Πακιστάν και του Μπαγκλαντές. Σε εκείνη τη συγκυρία, υπήρξε για το Πακιστάν η δυνατότητα εγκαθίδρυσης μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας υπό τους σοσιαλιστές. Μ’ αυτήν την αποτυχία ή, καλύτερα, εξαιτίας αυτής της αποτυχίας, πήρε το Πακιστάν την κατεύθυνση που έχει σήμερα.

L: Το τελευταίο πράγμα που θα ήθελα να προσθέσω είναι πως αυτό για το οποίο συζητούμε είναι η πολιτική ιστορία, όπως θα λέγαμε, της παγκόσμιας ενοποίησης. Στο μέτρο που πράγματι ζούμε σε έναν παγκόσμια ενοποιημένο κόσμο, τούτος εδώ είναι η κληρονομιά, όχι της αντι-ιμπεριαλιστικής πολιτικής καθαυτής, αλλά της επαναστατικής πολιτικής. Η αποαποικιοποίηση, με τον τρόπο που έλαβε χώρα, ήταν μία από τις μορφές που πήρε η ήττα της διεθνιστικής ριζοσπαστικής πολιτικής, αν και γενικότερα δεν κατανοείται με τον τρόπο αυτό.

Ερ: Έχω προβληματιστεί με τον ισχυρισμό ότι κατά την διάρκεια του τελευταίου μισού του αιώνα ο Τρίτος Κόσμος αποπολιτικοποιήθηκε. Αναρωτιέμαι κατά πόσο ένας από τους λόγους που το λένε αυτό οι συμμετέχοντες στο πάνελ είναι επειδή η πολιτική, όπως αναδύθηκε εκεί, δεν μπορεί να αναγνωριστεί από αυτούς ως τέτοια. Δεν θα μπορούσα παρά να αντιπαραβάλλω τα θέματα αυτής της συζήτησης -την ηττοπάθεια και την οπισθοδρόμηση- με κάποια άλλα, πολύ πιο ελπιδοφόρα πάνελ εδώ στο Αριστερό Φόρουμ. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρομαι σε ορισμένα πάνελ που ασχολούνται με τις εξελίξεις στη Νότια Αμερική. Η Αριστερά στη Νότια Αμερική κατευθύνεται πέραν των δικών μας εννοιών για το τι σημαίνει να είναι κανείς Αριστερός, έννοιες που αρχικά θεμελιώθηκαν στην δυτική ευρωπαϊκή θεωρητική σκέψη που αφορούσε στις βιομηχανικές κοινωνίες. Θα ισχυριζόμουν πως τα προβλήματα στην Βολιβία, για παράδειγμα, εκτείνονται πέραν αυτών των [παραδοσιακά αριστερών] ενδιαφερόντων.

R: Θεωρώ πως, αν κοιτάξουμε τον κόσμο σήμερα, είναι αλήθεια ότι τουλάχιστον υπό ορισμένες απόψεις η Λατινική Αμερική είναι το λιγότερο οπισθοδρομικό κομμάτι του κόσμου και η Μέση Ανατολή το πιο οπισθοδρομικό. Αποτελούν, λοιπόν, ένα είδος αντιθέτων. Αλλά θεωρώ ότι και στις δύο περιοχές το θεμελιώδες πρόβλημα είναι το ίδιο. Προφανώς, ο Έβο Μοράλες είναι, υπό μία έννοια, κομμάτι της Αριστεράς. Ασφαλώς δεν είναι κομμάτι της Δεξιάς, με τον τρόπο που είναι οι Ταλιμπάν. Αλλά αυτό που στην πραγματικότητα συμβαίνει τόσο με τον Μοράλες όσο και με τον Τσάβες (κι εγώ προτιμώ τον Μοράλες) είναι ένας αριστερός εθνικισμός, γεγονός που δεν είναι καινούργιο. Οι πολιτικές στην Λατινική Αμερική είναι τώρα, αν μη τι άλλο, αρκετά λιγότερο ριζοσπαστικές από αυτές της δεκαετίας του 1980 με τους Σαντινίστας και το FMLN, που με την σειρά τους ήταν λιγότερο ριζοσπαστικές εν συγκρίσει προς την Κουβανική Επανάσταση. Μπορεί κανείς να πείσει τον εαυτό του ότι η Λατινική Αμερική είναι ο μεγάλος φάρος της επαναστατικής ελπίδας για επανάσταση, μόνο επειδή ο υπόλοιπος κόσμος φαίνεται τόσο ζοφερός.

Ερ: Δεν αναφερόμουν στην επανάσταση. Αναφέρομαι στην ελπίδα εν γένει, κι η παρεξήγηση εδώ μπορεί είναι μέρος ενός μεταφραστικού προβλήματος. Για παράδειγμα, ανάφερες πράγματα όπως την Κουβανική Επανάσταση και τους Σαντινίστας. Η βασική τους ιδέα ήταν να καταλάβουν την κρατική εξουσία, προκειμένου να επιφέρουν ό,τι εσείς αποκαλείτε επαναστατικές αλλαγές. Ωστόσο, σε ό,τι με αφορά, το ζήτημα δεν είναι τόσο ο Μοράλες αλλά ο λαός που τον εξέλεξε, το κίνημα. Κάποιες φορές ο Μοράλες τρέμει ενώπιον της δύναμής του. Μιλούν για πράγματα όπως, λόγου χάρη, η αλλαγή της φύσης του τι σημαίνει να είναι κανείς πολίτης. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι αυτό είναι πολύ πιο ριζοσπαστικό από οτιδήποτε επιχείρησε ποτέ ο Κάστρο ή οι Σαντινίστας. Ασφαλώς, δεν είναι επαναστατικό σύμφωνα με τον δικό σας ορισμό περί επανάστασης. Αλλά θεωρώ ότι αυτό είναι μέρος του ζητήματος που εγείρω –ίσως η ιδέα της επανάστασης να έχει διευρυνθεί από τους λαούς της Νότιας Αμερικής.

L: Θεωρώ πως το ερώτημα διολισθαίνει στην πραγματικότητα στο ερώτημα του αν και κατά πόσο οι χειραφετητικές πολιτικές είναι δυνατές και επιθυμητές. Εντούτοις, θα ισχυριζόμουν επίσης ότι δεν είναι εύλογο να μιλούμε σήμερα για τον κόσμο –στον οποίο επικρατεί η φτώχεια, η εξαχρείωση, οι περιορισμένες ευκαιρίες στη ζωή, η ανελεύθερη εργασία, οι διευρυμένες εργάσιμες μέρες, για να μην αναφέρουμε την ακραία απόγνωση μεταξύ των εργατών γης στις μεγάλες αγροτικές κοινωνίες και στις φτωχογειτονιές των μεγαλουπόλεων του νότου σε όλο τον πλανήτη— νομίζω πως το να αποκαλούμε όλα αυτά (που χαρακτηρίζουν τόσο την Νότια Αμερική όσο και την Ασία ή την Αφρική) πραγμάτωση μιας νέας πολιτικής, είναι στην πραγματικότητα πολύ περιφρονητικό ως προς τις πραγματικές προσδοκίες των ανθρώπων εκεί. Θα διατεινόμουν ότι η κατάστασή τους δεν αντανακλά τον κόσμο στον οποίο θα ήθελαν να ζουν. Μάλλον, οι εν λόγω συνθήκες αναπαριστούν τη φρικτή ήττα των κεντρικών πολιτικών προσδοκιών τους. Ακολουθώντας τον Ρίτσαρντ, θα έλεγα επίσης ότι, στο επίπεδο αυτής της συζήτησης, δεν υπάρχει κάποια θεμελιώδης διαφοροποίηση από το ένα μέρος του κόσμου στο άλλο. Ακόμη, αναλύοντας την πολιτική και χειραφετητική δυνατότητα που συγκεντρώνεται στον Πρώτο κόσμο, δεν αγνοούμε τις δυνατότητες στην Λατινική Αμερική ή στην υποσαχάρια Αφρική και την Ασία. Αντιθέτως, δεν υπάρχει καμία δυνατότητα στο κέντρο που να μην είναι εγγενώς διεθνής, ακριβώς επειδή ζούμε σε ένα είδος ενοποιημένου κόσμου. Και, όπως υπονόησαν αμφότεροι οι Ρίτσαρντ και Κρις, η στροφή της Νέας Αριστεράς στον αποκαλούμενο κόσμο της περιφέρειας προϋπέθεσε την παραγνώριση αυτού του κόσμου ως «μη καπιταλιστικού», ήτοι μη πραγμοποιημένου, έξω από την επικράτηση της εργαλειακής λογικής και της φαιής, διοικούμενης κοινωνίας. Αυτή η προθυμία ρομαντικοποίησης του Τρίτου Κόσμου και των αγώνων του ήταν άλλη μία έκφραση της ηττοπάθειας της Νέας Αριστεράς.

C: Στις αρχικές του παρατηρήσεις ο Σπένσερ αναφέρθηκε στην «δοξολόγηση του συντελεσμένου γεγονότος». Η Αριστερά εξοικειώθηκε με το να αποκαλεί την ήττα νίκη. Πράγματι, αυτή ήταν η πρακτική της για πολύ καιρό. Σήμερα, υπάρχει μια ολόκληρη βιομηχανία αφοσιωμένη σε αυτό. Ολόκληρα τυπογραφεία έχουν αφιερωθεί στην μεταμφίεση της άθλιας πραγματικότητας. Πρέπει, επίσης, να υπογραμμιστεί και κάτι άλλο που ανέφερε ο Ρίτσαρντ. Η ίδια η ιδέα ότι ο αγώνας ακόμη συνεχίζεται συνιστά την εξοικείωση με την ήττα. Οι άνθρωποι θα αγωνίζονται πάντα ενάντια στην καταπίεση, πάντα θα αντιστέκονται, αλλά το πραγματικό ερώτημα αφορά στο κατά πόσο κάνουν κάτι που να έχει την οποιαδήποτε προοπτική μιας ριζικής αλλαγής των συνθηκών. Εφόσον υποτίθεται ότι δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό, καταλήγουμε να κοιτάζουμε εκεί όπου οι άνθρωποι αγωνίζονται, εκεί όπου διεκδικούν την αξιοπρέπειά τους παρά τις φρικτές συνθήκες και να λέμε ότι «τούτο είναι πέραν της δεξιάς και της αριστεράς».

Ερ: Θεωρώ ότι η τόσο επιπόλαιη απόρριψη του Μαοϊσμού πραγματικά στέκεται εμπόδιο στην δυνατότητά μας να συνοψίσουμε το πρώτο στάδιο της σοσιαλιστικής επανάστασης. Υπάρχει σήμερα στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα ένας μεγάλος διάλογος που αφορά στη φύση των θεωρητικών καινοτομιών του Μάο, στο τι είναι ο σοσιαλισμός και στις αντιφάσεις με τις οποίες έρχονται αντιμέτωποι οι κινέζοι εντός σοσιαλισμού. Η Μεγάλη Προλεταριακή Πολιτιστική Επανάσταση δεν ήταν ένα μεγάλο, δημοκρατικό κίνημα ενάντια στο πρόβλημα της γραφειοκρατίας ή της δικτατορίας του κόμματος. Ασχολήθηκε μάλλον στην πραγματικότητα με τις βαθύτερες υποκείμενες αντιφάσεις του σοσιαλισμού. Σ’ αυτήν οι κινέζοι κομμουνιστές αντιμετώπισαν το γεγονός ότι, ενόσω έβγαιναν από τον καπιταλισμό, δεν είχαν ακόμη φτάσει στον κομμουνισμό σε παγκόσμια κλίμακα και, ως εκ τούτου, η αστική τάξη συνέχιζε να αναπαράγει τον εαυτό της. Υποθέτω, λοιπόν, πως θα ήθελα να μιλήσουμε γι’ αυτό, καθώς όντως οφείλουμε να δούμε επιστημονικά την εμπειρία της Κινεζικής Επανάστασης. Αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος για να προχωρήσουμε παρακάτω. Ήταν στην πραγματικότητα βαθειά απελευθερωτική, παρά την ύπαρξη των πολύ πραγματικών, δευτερευόντων μειονεκτημάτων της. Προτείνω, λοιπόν, να συζητήσουμε επ’ αυτού, καθώς πραγματικά θεωρώ ότι υπάρχει ένα κομμάτι του Μαρξισμού που ήδη ασχολήθηκε με αυτό και προχώρησε μπροστά.

R: Υπάρχουν, νομίζω, δύο τρόποι με τους οποίους ο μαοϊσμός αποτελεί πρόβλημα. Ο ένας είναι ο υπαρκτός μαοϊσμός στην Κίνα, και το πρώτο πράγμα που μπορούμε να πούμε επ’ αυτού είναι πως ο μαοϊσμός είναι μια εκδοχή σταλινισμού. Όντως, ο Μάο άσκησε κριτική στην αποσταλινοποίηση της Σοβιετικής Ένωσης. Εν τούτοις, αφήνοντας αυτό κατά μέρος, το πραγματικό πρόβλημα του μαοϊσμού, το οποίο και θέλω να υπερτονίσω, δεν είναι ο υπαρκτός σταλινισμός στην Κίνα, ήτοι το δικτατορικό γραφειοκρατικό καθεστώς, αλλά η επίδραση του μαοϊσμού στην δυτική Αριστερά των δεκαετιών του 1960 και του 1970. Στην πάροδο αυτών των ετών, ο τρόπος λειτουργιάς του συνίστατο στην εύρεση τρόπων αποφυγής της τροτσκιστικής κριτικής στον σταλινισμό. Τώρα, οι ποικίλες τροτσκιστικές ομάδες όλες είχαν τα δικά τους προβλήματά, κάποιες περισσότερο σοβαρά από άλλες. Αλλά αυτό στο οποίο θα ήθελα να δώσω έμφαση σε αυτό το σημείο, είναι ότι απλά δεν υπάρχουν θεωρητικές καινοτομίες του Μάο. Στην πραγματικότητα, ένα μεγάλο κομμάτι του μεταμοντερνισμού έχει τις ρίζες του στον Μαοϊσμό.

Κ: Μπορώ να μιλήσω για την υπόθεση του Πακιστάν κατά το έτος του 1968 και για τον ρόλο που έπαιξε το μαοϊκό καθεστώς στην καταπίεση και την συντριβή της Αριστεράς στο Πακιστάν σε εκείνη τη χρονική συγκυρία, εξοπλίζοντας τον πακιστανικό στρατό προκειμένου να συντρίψει το εργατικό κίνημα.

C: Η Atiya αναφέρεται στην υποστήριξη που έλαβε το κράτος του Πακιστάν από την Κίνα προκειμένου να απομονώσει και στη συνέχεια να αφανίσει την Αριστερά στο Πακιστάν. Τούτο, ήταν με ορισμένους τρόπους μια επανάληψη της ιστορίας του σταλινισμού κατά την δεκαετία του 1930. Ωστόσο, αντί να διαμονοποιούμε τον σταλινισμό ή τον μαοϊσμό, η επισήμανσή μας είναι η παραίνεση να δούμε τι πραγματικά ήταν, να παρατηρήσουμε το πώς εξειδικεύθηκε στην εξοικείωσή του με την ήττα. Με άλλα λόγια, η ήττα της επανάστασης που ξεκίνησε το 1917 οδήγησε απευθείας στην σταλινοποίηση τόσο της Σοβιετικής Ένωσης όσο και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, για να μην αναφέρουμε την ήττα του 1927 στην Κίνα και ούτω καθεξής. Υπάρχει μια ιστορία από ήττες για τις οποίες μπορεί να μιλήσει κανείς και να τις εντοπίσει διαμέσου της ιστορίας των κυρίαρχων μορφών κομμουνισμού σε όλο τον κόσμο. Τώρα, ο τροτσκισμός λειτούργησε ως αντιτιθέμενη φωνή και ανάμνηση του 1917, αλλά σήμερα αυτός ο ίδιος είναι προφανώς ανεπαρκής σε ό,τι αφορά το σχέδιο της προώθησης μίας χειραφετητικής πολιτικής. Έχει προ πολλού πάψει να συνιστά μια πραγματική εναλλακτική. Σε ό,τι αφορά την Πολιτιστική Επανάσταση, οι άνθρωποι πρόβαλλαν σε αυτήν όλων των ειδών τις φαντασιώσεις κατά την δεκαετία του 1960. Αλλά, επί της ουσίας, η «Μεγάλη Προλεταριακή Πολιτιστική Επανάσταση» είναι απλώς μια ονομασία που έδωσε η κινέζικη κομμουνιστική γραφειοκρατία στην διαδικασία της «δικής της» επανάστασης η οποία παρέπαιε. Αποκάλεσε το χάος «επανάσταση». Υπάρχει κοινωνικό χάος και μπορεί να πει κανείς «μα πρόκειται για την Πολιτιστική Επανάσταση» σωστά; Αυτό είναι που συνέβη. Όσο για το ίδιο το χάος, αυτό ήταν βάναυσο. Αν δούμε αυτό που όντως συνέβη, θα διαπιστώναμε ότι ο Μάο στην ουσία εξήλθε του κοινωνικού χάους με τον τρόπο που το επιχείρησε ο Στάλιν και οι μπολσεβίκοι μέσω του πρώτου πενταετούς σχεδίου και της βίαιης κολεκτιβοποίησης της Σοβιετικής Ένωσης.

Κ: Θα μπορούσε, επίσης, να καταδείξει κανείς την μορφή που πήρε ο μαοϊσμός στην Καμπότζη…

Ερ: Ωστόσο αυτή είναι μια επιπόλαιη αναλογία.

C: Δεν νομίζω ότι είναι. Όταν μια κοινωνία καταρρέει και ο λαός οδηγείται στην παράνοια, μπορείς να πεις, αν προτιμάς, ότι πρόκειται για επανάσταση. Η Δεξιά είναι στην ουσία η προσαρμογή στις επικρατούσες συνθήκες. Τούτο είναι που την ορίζει ως πολιτική. Υπό αυτήν την έννοια, οι Κινέζοι σταλινιστές ήταν η Δεξιά.

Ερ: Άρα, λοιπόν, αυτό είναι το πιο αισιόδοξο πάνελ εδώ στο Αριστερό Φόρουμ;

C: Ναι, γιατί είμαστε οι μόνοι που δεν πρόκειται να πούμε ψέματα.

R: Μπορώ να απαντήσω στο ερώτημα λίγο πιο συγκεκριμένα; Προφανώς, υπάρχουν καταστάσεις όπου η Αριστερά ηττήθηκε απλώς λόγω ανωτέρας βίας. Υπάρχουν στρατιωτικές ήττες. Η ορθή θεωρητική κατανόηση δεν μπορεί να διασφαλίσει τη νίκη. Και ασφαλώς, υπάρχουν όψεις της ήττας της Αριστεράς, ειδικότερα στις αρχές του 20ου αιώνα, που εγώ θα τις θεωρούσα τραγικές. Εξ ου, η διάκριση μεταξύ τραγωδίας και φάρσας. Ωστόσο, η εξιστόρηση της δύναμης της Δεξιάς και της ανθεκτικότητας του καπιταλισμού χρησιμοποιείται συνήθως για τους λάθος λόγους. Επί παραδείγματι, στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990 συχνά θα άκουγε κανείς την ιστορία του πώς η Αριστερά της δεκαετίας του 1960 καταστάλθηκε από την COINTELPRO και ότι αυτός είναι ο λόγος που δεν υπάρχει Αριστερά σήμερα. Η Αριστερά στη Γερμανία δολοφονήθηκε από τον Χίτλερ, αλλά η κατάρρευση της Αριστεράς στις Ηνωμένες Πολιτείες τη δεκαετία του 1960 δεν οφειλόταν στην πραγματικότητα στην κρατική καταστολή. Υπήρξε κρατική καταστολή και άνθρωποι δολοφονήθηκαν – δεν αρνούμαι την ύπαρξη της κρατικής καταστολής— αλλά τα κύρια προβλήματα ήταν ιδεολογικά. Αυτό αποκαλύπτεται από το γεγονός ότι, για παράδειγμα, όταν κατέρρευσε η οικονομία στις αρχές της δεκαετίας του 1970, η Αριστερά δεν διογκώθηκε καθόλου. Αντίθετα, κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1970 συρρικνώθηκε και συνέχισε να συρρικνώνεται στην δεκαετία του 1980 έως σήμερα, φτάνοντας σε ένα σημείο όπου δεν έχει μείνει τίποτα πια. Έχουν περάσει τέσσερις δεκαετίες αυξανόμενου συντηρητισμού σε αυτή τη χώρα. Τούτο, δεν μπορεί να το εξηγήσει κανείς με μια απλή αναφορά στις δολοπλοκίες της CIA και του FBI. Οφείλεις να πεις, εάν είσαι ειλικρινής, ότι η Αριστερά απέτυχε να δρομολογήσει την υπόθεσή της με τρόπους που να είναι κατανοήσιμοι ή που θα μπορούσαν να έχουν απήχηση. Υπό μία κρίσιμη έννοια, η Αριστερά απέτυχε να κατανοήσει την ιστορική πραγματικότητα.

Στην δεκαετία του 1990, είχα την ευκαιρία να γνωρίσω πολλούς γνήσιους, παλαιούς αριστερούς, ανθρώπους που υπήρξαν ριζοσπάστες κομμουνιστές –οι περισσότεροι από αυτούς Τροτσκιστές στην πραγματικότητα– κατά την δεκαετία του 1930. Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν το πόσο πιο φυσιολογικοί ήταν σε σύγκριση με τους ριζοσπάστες της γενιάς μου. Ήταν το είδος ανθρώπου με το οποίο θα μπορούσα να κάνω παρέα. Ήταν άνθρωποι απλοί, που βγάζαν το ψωμί τους όπως καθένας στην εργατική τάξη. Δεν αισθανόσουν ότι ο ριζοσπαστισμός τους ήταν κάποιο είδος υποκουλτούρας. Δεν ήταν μια υποκουλτούρα, ούτε ήταν ένα σύμπτωμα ψυχολογικό. Στις μέρες μας συχνά συναντώ ανθρώπους, καλούς ανθρώπους, αλλά νομίζω ότι είναι ριζοσπάστες επειδή δεν έχουν τι άλλο να κάνουν [Γέλια]. Προσπαθώ απλώς να είμαι ειλικρινής, δεν ισχυρίζομαι ότι αυτή είναι η μοναδική αιτία ριζοσπαστισμού: για την ακρίβεια, ελπίζω αυτό να μην ισχύει και για μένα [Γέλια].

Ερ: Μου φαίνεται πως έχετε έναν πολύ σαφή ορισμό ως προς το τι είναι η ήττα, αλλά ότι θεμελιακά αποφεύγετε να προσδιορίσετε τι θα συνιστούσε νίκη. Θα ισχυριζόμουν ότι αυτό συμβαίνει επειδή αναγνωρίζετε τα προβλήματα ως ιδεολογικά και, ως εκ τούτου, περιορίζεστε στον διαχωρισμό θεωρίας και πράξης, εκτοπίζοντας τα οικονομικά και υλικά προβλήματα. Είναι σαν να θεωρείτε ότι η πολιτική δεν είναι υλικό πρόβλημα, ωσάν ο πόλεμος και οι παρακρατικές επιχειρήσεις και τα λοιπά να μην συμπεριλαμβάνουν υλική.

Το να πει κανείς ότι το προχώρημα πέρα από της δεξιά και την αριστερά είναι ουσιαστικά ισχυρισμός της δεξιάς, είναι στο βαθιά αδαές. Θα μπορούσα να σας παραπέμψω σε ένα βιβλίο με τίτλο Breaking with the Enlightenment όπου ο συγγραφέας Rajani Kanth ισχυρίζεται ότι μεταξύ της Αριστεράς και της δεξιάς υφίσταται μια κοινότητα σε πολλά επίπεδα, ενώ πολλά ριζοσπαστικά κινήματα, όπως αυτό των καλλιεργητών κακάο, εκφράζουν προ-νεωτερικές ιδεολογίες. Η σχέση τους με τη φύση και το οικολογικό τους δεν είναι ούτε «αριστερά» ούτε «πράσινα». Για να αναφέρω ένα συγκεκριμένο παράδειγμα, το Μπουτάν, που αποτελεί βασίλειο και μοναρχία, έχει ένα εγχειρίδιο που λέγεται «Ακαθάριστη Εθνική Ευτυχία» με το οποίο επιχειρούν να επαναπροσδιορίσουν ριζικά το ποιος πρέπει να είναι ο στόχος ενός κράτους.

L: Το ζήτημα της ιστορίας της Αριστεράς είναι ότι η κατανόηση της ήττας διαυγάζει αυτό που θα σήμαινε η νίκη. Μπορούμε να αναγνωρίσουμε την ήττα μόνο υπό το φως της δυνατότητας. Δεν πρόκειται για μια ήττα υπό την έννοια της ύπαρξης δεδομένων κριτηρίων γι’ αυτήν. Μάλλον, πρόκειται για ήττα μόνο υπό το φως των παραγόμενων από τον καπιταλισμό δυνατοτήτων. Μία από αυτές τις δυνατότητες είναι η αναίρεση της σπάνης και η ριζική υπέρβαση του «οικονομικού». Αυτό είναι που βρίσκεται στην καρδιά του πολιτικού και διανοητικού προτάγματος του Μαρξ, ότι, δηλαδή, ο καπιταλισμός είναι το κύριο όριο τόσο της παραγωγικότητας όσο και της βιωσιμότητας. Ασφαλώς, ο καπιταλισμός απελευθερώνει την δυνατότητα αναίρεσης της σπάνης αλλά, εν τέλει, περιορίζει την εν λόγω δυνατότητα. Η οργανωμένη από τους εργάτες παραγωγή θα μπορούσε ακριβώς να αποτελεί μια περισσότερο ικανοποιητική και παραγωγική μορφή εργασίας, όπου η ικανότητα για ανθρώπινη γνώση θα τιθασευόταν, προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί ριζικά ο μόχθος ενόσω θα αυξανόταν η παραγωγικότητα.

C: Θέλω να υπεισέλθω στο ζήτημα του βαθμού που οι προ-νεωτερικές πολιτιστικές μορφές συνεχίζουν να υφίστανται υπό τον καπιταλισμό. Συνεχίζουν να υπάρχουν μόνο με την χειρότερη έννοια. Η αναίρεση του κεφαλαίου θα επέτρεπε το ξεκλείδωμα του παρελθόντος με έναν τρόπο διαφορετικό. Αυτό που απομένει από τις μη καπιταλιστικές, προ-καπιταλιστικές μορφές ζωής (ακόμα και αν αποτελούν μόνο μετα-εικόνες και υπολείμματα), θα αποκτούσε μια εντελώς διαφορετική ποιότητα στο μέλλον. Θα έπαυαν να εμφανίζονται, όπως συμβαίνει τώρα, ως κάποιο είδος εξωτερικού χώρου αντίστασης στον καπιταλισμό. Η αναίρεση του καπιταλισμού θα επέτρεπε στα καλύτερα χαρακτηριστικά των μη καπιταλιστικών κοινωνικών μορφών που επέζησαν μέσα στην ιστορία να βρουν μια νέα περίοπτη θέση, τέτοια που υπολείπεται στις παρούσες συνθήκες. Αυτό δεν πρέπει να παραλειφθεί. |P

Η Παρακμή της Αριστεράς στον 20ο αιώνα.

Προς μια θεωρία ιστορικής οπισθοδρόμησης

Platypus Review 17 | November 2009

Μετάφραση: Ισιδώρα Στανιμεράκη

Επιμέλεια: Θοδωρής Βελισσάρης

[PDF]  [Video Recording]

[English]  [Deutsch]

Στις 18 Απριλίου του 2009, η διεθνής ομάδα του Πλατύποδα διεξήγαγε την ακόλουθη εκδήλωση-συζήτηση στο συνέδριο του Αριστερού Φόρουμ στο Pace University της Νέας Υόρκης. Οι ομιλίες και η συζήτηση οργανώθηκαν γύρω από τέσσερις σημαίνουσες στιγμές στον προοδευτικά βίαιο διαχωρισμό μεταξύ θεωρίας και πράξης κατά την πορεία του 20ου αιώνα: 2001 (Spencer A. Leonard), 1968 (Atiya Khan), 1933 (Richard Rubin), και 1917 (Chris Cutrone). Ακολουθεί η επιμελημένη απομαγνητοφώνηση της εισαγωγής στη συζήτηση από τον Benjamin Blumberg, των προετοιμασμένων τοποθετήσεων των ομιλητών και της συζήτησης που ακολούθησε. Η επιθεώρηση Platypus Review (στην οποία δημοσιεύτηκε αυτή η απομαγνητοφώνηση) ενθαρρύνει τους ενδιαφερόμενους αναγνώστες να δουν σε βίντεο ολόκληρη αυτή τη συζήτηση.

1917

Chris Cutrone

Στην θέση της παλαιάς αστικής κοινωνίας, των τάξεων και του μεταξύ τους ανταγωνισμού, εμείς θα έχουμε μια ένωση στην οποία η ελεύθερη ανάπτυξη του καθενός θα αποτελεί τον όρο για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων.
-Φρίντριχ Ένγκελς και Καρλ Μαρξ, Κομμουνιστικό Μανιφέστο[1848]

Ο Χέγκελ συσχετίζει την ελευθερία του ενός προς την ελευθερία όλων ως κάτι ίσης αξίας. Κάνοντας όμως αυτό, θεωρεί την ελευθερία του ατόμου μόνο υπό τους όρους της ελευθερίας του όλου, διαμέσου της οποίας η πρώτη πραγματώνεται. Ο Μαρξ, αντίθετα, καθιστά την ελεύθερη ανάπτυξη του ενός την προϋπόθεση για τη σύστοιχη ελευθερία όλων.
-Καρλ Κορς, Εισαγωγή στην Κριτική του Προγράμματος της Γκότα [1922].

Το έτος 1917 είναι η πιο αινιγματική και, ως εκ τούτου, η πιο αμφιλεγόμενη χρονολογία στην ιστορία της Αριστεράς. Συνεπώς, αποτελεί κατά τρόπο αναγκαίο το σημείο εστίασης του Πλατύποδα για τη φιλοσοφία της ιστορίας της Αριστεράς, ο οποίος επιδιώκει να συλλάβει τα προβλήματα του παρόντος ως προβλήματα που έχουν ήδη εκδηλωθεί στο παρελθόν, αλλά ακόμη δεν έχουν ξεπεραστεί. Μέχρις ότου αποκτήσουμε ιστορική αίσθηση των προβλημάτων που συνδέονται με τα γεγονότα και τους αυτοσύνειδους δρώντες του 1917, θα είμαστε στοιχειωμένοι από το κληροδότημά τους. Επομένως, είτε έχουμε επίγνωση αυτού είτε όχι, είμαστε επιφορτισμένοι να αναμετρηθούμε με το 1917, έτος σημαδεμένο από την πιο βαθειά απόπειρα αλλαγής του κόσμου που συντελέστηκε ποτέ.

Τα δύο πιο σημαντικά ονόματα που συνδέθηκαν με την επανάσταση που ξέσπασε το 1917 στη Ρωσία και το 1918 στη Γερμανία είναι των ριζοσπαστών μαρξιστών της Δευτέρας Διεθνούς, Βλάντιμιρ Λένιν και Ρόζα Λούξεμπουργκ, καθένας από τους οποίους έπαιξε μοιραίο ρόλο σε τούτη την επαναστατική στιγμή. Δυο μαρξιστές κριτικοί θεωρητικοί που επεδίωξαν να ακολουθήσουν την Λούξεμπουργκ και τον Λένιν στην προώθηση της ιστορικής συνείδησης και της φιλοσοφικής επίγνωσης των προβλημάτων των επαναστατικών πολιτικών, στην αυγή του 1917, είναι ο Λούκατς και ο Κορς.

Ενώ ούτε ο Λένιν ούτε η Λούξεμπουργκ επέζησαν της επαναστατικής περιόδου που άρχισε το 1917, ο Λούκατς και ο Κορς εν τέλει αποκήρυξαν και αποστασιοποιήθηκαν από τα έργα τους, αμφότερα δημοσιευμένα το 1923, στα οποία έργα επιχείρησαν να αναπτύξουν διεξοδικά μια μαρξιστική κριτική θεωρία της επαναστατικής προλεταριακής σοσιαλιστικής πολιτικής των Λένιν και Λούξεμπουργκ. Ο Λούκατς προσάρμοσε την οπτική του στις κυρίαρχες συνθήκες του σταλινισμού στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα και ο Κορς έγινε κριτικός του «μαρξιστικού-λενινιστικού» μπολσεβικισμού, καθώς επίσης και ένας σημαντικός θεωρητικός της πολιτικής του «αριστερού» ή «συμβουλιακού κομμουνισμού». Εν τω μεταξύ, η Λούξεμπουργκ παρουσιαζόταν πλέον ως αντιτιθέμενη στον Λένιν, κάτι που συνέχιζε με παρόμοιο τρόπο τον εκφυλισμό και κατακερματισμό της επαναστατικής συνείδησης που διαμόρφωσε την επανάσταση του 1917.

Οι μορφές που έλαβε ο εν λόγω κατακερματισμός συμπεριέλαβαν την αντιπαράταξη των αρχών του φιλελευθερισμού έναντι εκείνων του σοσιαλισμού ή της ελευθεριακότητας έναντι της εξουσιαστικότητας. Ο Λένιν και ο Λούκατς έγιναν εμβλήματα του εξουσιαστικού σοσιαλισμού, ενώ η Λούξεμπουργκ και ο Κορς συνδέθηκαν με πιο ελευθεριακά, αν όχι φιλελεύθερα, ενδιαφέροντα.

Ωστόσο, αυτό που παραμένει θαμμένο κάτω από την τόση παρανόηση της διαμφισβητήσιμης κληρονομιάς του 1917 είναι η επί της ουσίας συμφωνία και σύμπραξη, στην επαναστατική μαρξιστική πολιτική εκείνης της στιγμής, μεταξύ όλων αυτών των προσώπων. Πίσω από το γεγονός της στενής συνεργασίας και της πολιτικής ενότητας στο επίπεδο της πράξης της Λούξεμπουργκ με τον Λένιν, έγκειται η εγγενής σχέση του φιλελευθερισμού με τον σοσιαλισμό, και της χειραφέτησης με την αναγκαιότητα. Αντί να συσχετίζουμε τον Λένιν με την επαναστατική αναγκαιότητα και την Λούξεμπουργκ με την επιθυμητή χειραφέτηση με τρόπο τόσο μονομερή, πρέπει να συλλάβουμε πώς η αναγκαιότητα, η δυνατότητα και η επιθυμητότητα συσχετίζονταν και για τους δύο με τρόπους που, όχι μόνο επέτρεπαν, αλλά όντως κινητοποιούσαν την κοινή τους σκέψη και δράση, κατά την επανάσταση που ξεκίνησε το 1917.

Τόσο ο Λένιν όσο και η Λούξεμπουργκ, επεδίωξαν να αρθρώσουν και να εκπληρώσουν τα ενδιαφέροντα του φιλελευθερισμού μέσω του σοσιαλισμού – για παράδειγμα, η (δικαιολογημένη) υποστήριξη του Λένιν στον αυτοπροσδιορισμό ενάντια στην εθνική καταπίεση.

Ο Λούκατς και ο Κορς ήταν ανάμεσα στους πρώτους, και παραμένουν οι καλύτεροι, που εξέτασαν ενδελεχώς τις θεωρητικές συνεπαγωγές της κοινλης πολιτικής της Λούξεμπουργκ και του Λένιν, στα έργα τους Ιστορία και Ταξική Συνείδηση και Μαρξισμός και Φιλοσοφία αντίστοιχα. Αμφότεροι προσέγγισαν αυτό που οι ίδιοι θεώρησαν ως την πρακτική και θεωρητική καινοτομία του μαρξιστικού κομμουνισμού της Γ’ Διεθνούς των Λούξεμπουργκ και Λένιν, επιστρέφοντας στις «εγελιανές» ρίζες του μαρξισμού, αναστοχαζόμενοι την «ιδεαλιστική» του διάσταση, εν αντιθέσει με μία «υλιστική» αντικειμενιστική μεταφυσική, όπως αυτή για παράδειγμα που βρίσκεται πίσω από τον «οικονομισμό».

Αυτό εμπεριείχε για τον Λούκατς και τον Κορς, μια διερεύνηση της απόσχισης του Λένιν και της Λούξεμπουργκ από τον αντικειμενιστικό «χυδαίο Μαρξισμό» της πολιτικής και θεωρίας της Β’ Διεθνούς, του οποίου παράδειγμα αποτελούσε ο Καρλ Κάουτσκι. Ο όρος του Λούκατς για έναν τέτοιο αντικειμενισμό ήταν αυτός της «πραγμοποίησης»· ο Κορς τον αντιμετώπισε διαμέσου της προσέγγισης του Μαρξ στο φιλοσοφικό πρόβλημα «θεωρίας και πράξης» οι οποίες, ισχυρίστηκε, «διαχωρίστηκαν» κατά την περίοδο της Β’ Διεθνούς, «ο ομφάλιος λώρος τους έσπασε», τη στιγμή που ο Λένιν και η Λούξεμπουργκ προσπαθούσαν να τις επαναφέρουν στην παραγωγική τους ένταση, προάγοντας την σχέση τους μέσω του επαναστατικού Μαρξισμού τους.

Ειρωνικά, μολονότι ο τίτλος του έργου του Λούκατς είναι Ιστορία και Ταξική Συνείδηση, τούτο ενδιαφερόταν περισσότερο για μια «φιλοσοφική» έκθεση και για μια έρευνα των κατηγοριών που αφορούν στο πρόβλημα της «πραγμοποίησης» και της εμπορευματικής μορφής ως κοινωνικά μεσολαβούσας, ακολουθώντας τη μέθοδο του Μαρξ στο Κεφάλαιο. Την ίδια στιγμή, ο Κορς στο «Μαρξισμός και Φιλοσοφία» ασχολήθηκε, στην πραγματικότητα, με τις ιστορικές εναλλαγές του προβλήματος της θεωρίας και της πράξης στην ζωή των Μαρξ και Ένγκελς, αλλά και στην ακόλουθη ιστορία του Μαρξισμού της Β’ Διεθνούς. Και στις δύο περιπτώσεις, υπήρξε μια προσπάθεια να συλληφθεί το ζήτημα της υποκειμενικότητας ή η «υποκειμενική» διάσταση του Μαρξισμού.

Αλλά, ήταν αυτή η εστίαση στην υποκειμενικότητα από την οποία ο Λούκατς και ο Κορς αποκόπηκαν στην μετέπειτα εξέλιξή τους: ο Λούκατς αποκήρυξε εκείνο που υποτιμητικά αποκαλούσε απόπειρά του να γίνει «εγελιανότερος του Εγέλου» (out-Hegel Hegel) συνθηκολογώντας έτσι με τον σταλινικό «διαλεκτικό υλισμό», ενώ επιχείρησε (αργότερα) να θεμελιώσει μια «μαρξιστική οντολογία». Ο Κορς, από την άλλη, αποστασιοποιήθηκε από αυτό που κατέληξε να αποκαλεί υποτιμητικά «μεταφυσικές» προϋποθέσεις του Μαρξισμού – ακόμη και, ή μάλλον, ειδικά αυτές που εφαρμόστηκαν από τον Λένιν, παρόλο που, αν και σε μικρότερο βαθμό, εφαρμόστηκαν τόσο από την Λούξεμπουργκ όσο και από τον ίδιο τον Μαρξ – εξωθούμενος εν τέλει σε ένα κάλεσμα για «ξεπέρασμα του Μαρξισμού».

Σε αυτή την συμπληρωματική, αν και αποκλίνουσα τροχιά, ο Λούκατς και ο Κορς εξέφρασαν, καθένας με τον τρόπο του, την επιστροφή του «χυδαίου» μαρξισμού, τον οποίο είχαν αρχικά επιχειρήσει να παραγκωνίσουν μέσω της θεωρητικής αφομοίωσης του 1917 – μια επιστροφή που σημαδεύτηκε από τη σταλινοποίηση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος η οποία ξεκίνησε τη δεκαετία του 1920. Για παράδειγμα, ο Αντόρνο περίμενε με ενθουσιασμό τη συνάντησή του με τον Λούκατς στη Βιέννη το 1925, μόνο και μόνο για να του προκαλέσει αποστροφή η, εκ μέρους του Λούκατς, αποκήρυξη των έργων που είχαν εμπνεύσει τόσο έντονα τον Αντόρνο και τους συναδέλφους του στη Σχολή της Φρανκφούρτης, όπως τον Βάλτερ Μπένγιαμιν και τον Μαξ Χορκχάιμερ. Ο Κορς που, όπως και ο Λούκατς, είχε συνδεθεί με τη Σχολή της Φρανκφούρτης από την έναρξή της, κατέληξε προς το τέλος της δεκαετίας του 1930 να περιφρονεί τους κριτικούς θεωρητικούς της Φρανκφούρτης ως «μεταφυσικούς μαρξιστές», ενώ κατά τη δεκαετία του 1960 ο Λούκατς έγραψε περιφρονητικά γι’ αυτούς ότι εγκαταστάθηκαν στο «Μεγάλο Ξενοδοχείο της Αβύσσου», λοιδορώντας τους απερίφραστα ως ακολουθητές του πρώιμου έργου του. Σε τέτοιου είδους αποδοκιμασίες μπορούν να βρεθούν ενδείξεις για την απώθηση των προβλημάτων που ο Λούκατς και ο Κορς επεδίωξαν να αντιμετωπίσουν αναπτύσσοντας διεξοδικά την μαρξιστική θεωρία μέσω της επαναστατικής σκέψης και δράσης του Λένιν και της Λούξεμπουργκ κατά την περίοδο 1917-1919.

Με παρόμοιο τρόπο στην μεταγενέστερη ιστορία, η σχέση μεταξύ «μέσων» και «σκοπών» για τους ριζοσπάστες μαρξιστές Λένιν και Λούξεμπουργκ τη στιγμή του 1917 συσκοτίστηκε, με τον Λένιν να περιγράφεται ως καρικατούρα που πίστευε, κατά έναν Μακιαβελικό τρόπο, ότι «οι σκοποί αγιάζουν τα μέσα», ή ως παράδειγμα «επαναστατικής βούλησης». Η Λούξεμπουργκ περιγράφηκε εξίσου ως καρικατούρα, σαν υποστηρίκτρια κανοναρχούμενων χειραφετητικών μέσων που επαινεί τις αρετές της πρακτικής ήττας, φαινομενικά χαρούμενη που παρέμεινε η Κασσάνδρα της επανάστασης. Βιογραφικά, τούτο εναρμονίζεται χονδροειδώς με την εικόνα του δονκιχωτικού μαρτυρίου της Λούξεμπουργκ κατά την διάρκεια της εξέγερσης των Σπαρτακιστών το 1919, και με την ασθένεια του Λένιν και την επακόλουθη απομάκρυνσή του από την πολιτική εξουσία στο τέλος της ζωής του, καταδικασμένος να παρακολουθεί ανήμπορος την ανάδυση του σταλινικού απολυταρχισμού, στον οποίο υποτίθεται οδήγησαν η δική του πολιτική αδιαλλαξία και το κυνήγι των επαναστατικών σκοπών.

Σε κάθε περίπτωση, αντί να χρησιμεύσουν ως κίνητρα για μια αποφασιστική έρευνα της σκέψης και δράσης αυτών των επαναστατών μαρξιστών στο επίπεδο της βάσης της αυτοκατανόησης και της πολιτικής τους κρίσης – πρότυπα από τα οποία ίσως μπορέσουμε να διδαχθούμε, να αναπτύξουμε και να επεξεργαστούμε περαιτέρω – αυτοί θεωρήθηκαν αφηρημένα μόνο ως εμβλήματα αντιτιθέμενων αρχών (για παράδειγμα, σχετικά με το πρόβλημα περί της Συντακτικής Συνέλευσης, διαφοροποιήθηκαν μόνο στο επίπεδο της τακτικής και όχι των αρχών). Ως εκ τούτου, τα κείμενα και οι πράξεις του Λένιν διερευνήθηκαν εξονυχιστικά για οποιοδήποτε υπαινιγμό εξουσιαστικής απανθρωπιάς, και της Λούξεμπουργκ για οτιδήποτε θα μπορούσε να ενταχθεί στο πλαίσιο μιας υποτιθέμενης, περισσότερο ανθρώπινης, συμπόνιας. Την ίδια στιγμή, η αποτυχία της πολιτικής και των δύο φυσικοποιήθηκε: συμφωνήθηκε σιωπηρά ότι αυτό στο οποίο απέβλεπαν τόσο ο Λένιν όσο και η Λούξεμπουργκ, ήταν στην πραγματικότητα αδύνατον να επιτευχθεί – είτε στην εποχή τους είτε στη δική μας.

Με τα λόγια του Αντόρνο, από το τελευταίο ολοκληρωμένο έργο του «Αρνητική Διαλεκτική» στο οποίο γράφει για την κληρονομιά του Λένιν, της Λούξεμπουργκ, του Κορς και του Λούκατς, τούτος ο τρόπος προσέγγισης του 1917 και της σημασίας του κατέδειξε «εκδογματισμό και διανοητικά ταμπού».[1] Η σκέψη και δράση του Λένιν και της Λούξεμπουργκ προσεγγίζονται τώρα με δογματισμό και τόσο αυτοί όσο και οι κριτικοί-θεωρητικοί κληρονόμοι τους, ήτοι ο Λούκατς, ο Κορς, ο Μπένγιαμιν και ο Αντόρνο, προσεγγίζονται μόνο με παντοδύναμα και ακλόνητα στη θέση τους διανοητικά ταμπού: ότι η επαναστατική στιγμή του 1917 ήταν καταδικασμένη να αποτύχει και πως το πεπρωμένο της αναπαραστάθηκε τραγικά στο πρόσωπο του επαναστατικού μαρξισμού του καιρού της. Έτσι ο μαρξισμός τους θάφτηκε σε μια απόπειρα να αποκρουστεί η κατηγορία που μας κατατρύχει, ότι δεν ήταν αυτός που απέτυχε απέναντί μας, αλλά μάλλον ότι εμείς αποτύχαμε απέναντί του — αποτύχαμε να μάθουμε από αυτόν όσα θα μπορούσαμε. Αλλά όπως ο Λούκατς και ο Κορς στη μετέπειτα εξέλιξή τους, αφού έπεισαν τους εαυτούς τους για τα «λάθη των μεθόδων τους», έτσι κι εμείς δεν έχουμε αναγνωρίσει και κατανοήσει, αλλά μόνο εκλογικεύσει, την προβληματική κληρονομιά του 1917.

Το 1917 παραμένει ένα ερώτημα – και είναι το ίδιο αυτό ερώτημα που ο Λένιν και η Λούξεμπουργκ προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν στην θεωρία και την πράξη – είτε το θέτουμε ρητά στον εαυτό μας είτε όχι. Είναι το μεγάλο θέμα ταμπού, ακόμη κι αν αυτό το ταμπού μας επιβλήθηκε είτε από ένα βουνό συκοφαντιών, είτε από την εξύμνησή του από τη σταλινική – ή «τροτσκιστική» — «ακολουθία».

Για παράδειγμα, παραμένει ασαφές το κατά πόσο τα «σοβιέτ» ή τα «εργατικά συμβούλια» που άνθισαν στις επαναστάσεις του 1917-1919, θα μπορούσαν ποτέ να αποδειχθούν στην πράξη επαρκή κοινωνικοπολιτικά μέσα (για το ξεκίνημα της) αναίρεσης του καπιταλισμού. Ο Λούκατς της επαναστατικής περιόδου αναγνώριζε στη «Σκοπιά του προλεταριάτου», το τρίτο μέρος του δοκιμίου του για την «Πραγμοποίηση και τη συνείδηση του προλεταριάτου», τον εξής κίνδυνο:

«[Όπως είπε ο Χέγκελ] πριν ακριβώς από την ανάδυση του ποιοτικά νέου, η παλαιά τάξη πραγμάτων περισυλλέγει τον εαυτό της πίσω στην αυθεντική, στην καθαρά γενική της ουσία, εντός της απλής της ολότητας, υπερβαίνοντας και απορροφώντας πίσω στον εαυτό της όλες εκείνες τις περίοπτες διαφορές και ιδιαιτερότητες, τις οποίες είχε αναδείξει όσο ήταν ακόμη βιώσιμη… Την εποχή της κατάλυσης του καπιταλισμού, οι φετιχιστικές κατηγορίες καταρρέουν και καθίσταται αναγκαία η προσφυγή στη «φυσική μορφή» που βρίσκεται στη βάση τους.»[2]

Ο Λούκατς αναγνώριζε ότι η «δημοκρατία των παραγωγών» των «εργατικών συμβουλίων» στην επαναστατική «δικτατορία του προλεταριάτου» σχετιζόταν εγγενώς, και πράγματι έτσι εκφράστηκε πολιτικά, με την εντατικοποίηση της «πραγμοποίησης» της εμπορευματικής μορφής. Παρόλα αυτά, φαίνεται πως το εγχείρημα των μπολσεβίκων του Λένιν και του Τρότσκυ να δώσουν «όλη την εξουσία στα σοβιέτ» κατά την Οκτωβριανή επανάσταση του 1917, αλλά και των Σπαρτακιστών της Λούξεμπουργκ στη γερμανική επανάσταση που ακολούθησε, είναι κάτι από το οποίο μπορούμε να διδαχθούμε, παρά την αποτυχία του. Γιατί τούτη η επαναστατική στιγμή εγείρει όλα τα ερωτήματα, στο βαθύτερο επίπεδο, της προβληματικής σχέσης μεταξύ του καπιταλισμού και της δημοκρατίας που μας στοιχειώνουν ακόμη μέχρι σήμερα.

Ομοίως, ο Κορς αναγνώριζε ότι οι επαναστάσεις του 1917-1919 ήταν το αποτέλεσμα μιας «κρίσης του μαρξισμού», που είχε εκδηλωθεί προηγουμένως στη Β΄ Διεθνή, στη ρεφορμιστική «ρεβιζιονιστική» αντιπαράθεση, όπου η νεότερη γενιά ριζοσπαστών, δηλαδή η Λούξεμπουργκ, ο Λένιν και ο Τρότσκι, είχε ακονίσει αρχικά τα δόντια της στις αρχές του αιώνα. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Κορς το 1923, η «κρίση του μαρξισμού» παρέμεινε ανεπίλυτη. Έτσι, μπορεί να ειπωθεί πως το ξεδίπλωμα του έτους 1917 αποτέλεσε την υψηλότερη έκφραση της «κρίσης του μαρξισμού», την οποία η Λούξεμπουργκ, ο Λένιν, ο Τρότσκι –και μετά από αυτούς ο Κορς και ο Λούκατς – αναγνώρισαν ως την εκδήλωση της υψηλότερης έκφρασης της κρίσης του καπιταλισμού στην περίοδο του πολέμου, της επανάστασης, της αντεπανάστασης, του εμφυλίου αλλά και της αντίδρασης, που διαμόρφωσε το σκηνικό της ιστορίας του κατοπινού 20ου αιώνα. Εύλογα, ο κόσμος ποτέ δεν ξεπέρασε, ούτε καν ανέκαμψε, από την κρίση στις αρχές του 20ου αιώνα, παρά μόνο συνέχισε να αγωνίζεται με τα ακόμη ανεπίλυτα επακόλουθά του.

Υπό αυτήν την έννοια, το 1917 δεν ήταν, σε ό,τι αφορά την αυτοκατανόηση των στοχαστών και των δρώντων του, μια απόπειρα άλματος από τη σφαίρα της αναγκαιότητας, αλλά μάλλον ήταν η απόπειρα προαγωγής μιας αναγκαιότητας –της αναγκαιότητας για την κοινωνική επανάσταση και μετασχηματισμό – σε ένα υψηλότερο στάδιο, ανοίγοντας έτσι μια νέα σφαίρα δυνατότητας. Η αινιγματική σιωπή που περιβάλλει το ερώτημα του 1917 έχει καλυφθεί από το εκκωφαντικό βουητό της καταισχύνης, που σκοπό έχει να αποτρέψει το άκουσμά της. Τούτο παραμένει, όπως το έθεσε ο Μπένγιαμιν, ένα «ξυπνητήρι που κάθε λεπτό χτυπάει για εξήντα δευτερόλεπτα», είτε (επιλέγουμε να) το ακούμε είτε όχι.[3] Αλλά στο βαθμό που όσοι ήρθαν αργότερα έκαναν αυτό, η απώθηση του 1917 κατορθώθηκε μόνο με το κόστος μιας οπισθοδρόμησής που, όπως το έθεσε ο Μπένγιαμιν, αδιάκοπα καταβροχθίζει το παρελθόν και την ικανότητά μας να διδαχτούμε από αυτό, εκχωρώντας το νόημα της ιστορίας και των θυσιών της στους εχθρούς μας, και καθιστώντας τούτες τις θυσίες των αγώνων του παρελθόντος μάταιες.

Η αναγνώριση της φύσης των δυσκολιών του 1917, ότι τα προβλήματα που συναντούμε στην εν λόγω στιγμή περιλαμβάνουν την ουσία της πιθανής τους αποκάλυψης σε εμάς, ίσως να είναι το πρώτο βήμα για την αναγνώριση του χαρακτήρα της, υφιστάμενης από τότε, οπισθοδρόμησης της Αριστεράς. Όπως μια βασανιστική ανάμνηση στη ζωή ενός ατόμου που προσκρούει στην συνείδησή του, έτσι και η ανάμνηση του 1917, που προβληματίζει τις σκέψεις μας για τις κοινωνικοπολιτικές δυνατότητες του παρόντος, ίσως μας βοηθήσει να αποκαλύψουμε τα προβλήματα που ζητούμε να υπερβούμε· τα ίδια αυτά προβλήματα κατά των οποίων αγωνίστηκαν ο Λένιν και η Λούξεμπουργκ. Ακόμη και αν πρόκειται για αποτυχία, η δική τους ήταν μια λαμπρή αποτυχία, από την οποία δεν έχουμε το περιθώριο να αποκληρώσουμε τους εαυτούς μας. |P


[1]. Theodor W. Adorno, Negative Dialectics, translated by E. B. Ashton (New York: Continuum, 2007), 143.
[2]. Georg Lukács, “Reification and the Consciousness of the Proletariat,” in History and Class Consciousness: Studies in Marxist Dialectics, translated by Rodney Livingstone (Cambridge, MA: MIT Press, 1971), 208.
[3]. Walter Benjamin, “Surrealism,” in Walter Benjamin: Selected Writings, vol. 2, 1927–1930, edited by Michael W. Jennings (Cambridge, MA: Harvard University Press), 218.