Η αμερικανική Αριστερά και το «ζήτημα των μαύρων»: από την πολιτική στη διαμαρτυρία και στο μετα-πολιτικό.
Chris Cutrone (Κρις Κατρόουν)
Παρουσιάστηκε σε ένα πάνελ με τους Τιμ Μπάρκερ (Πανεπιστήμιο Κολούμπια), Μπένγιαμιν Μπλούμπεργκ (Πλατύπους) και Πάμελα Νογκάλες (Πλατύπους) στο Αριστερό Φόρουμ στην πόλη της Νέας Υόρκης, στο Πανεπιστήμιο Pace, στις 20 Μαρτίου του 2010. Η ηχογράφηση είναι διαθέσιμη στο:
https://archive.org/details/PlatypusAtLeftForumNyc2010TheAmericanLeftAndTheblackQuestion
Ο μαύρος Αμερικανός πολιτικός επιστήμονας Άντολφ Ρηντ Τζούνιορ έγραψε πρόσφατα ένα κείμενο με θέμα «Τα όρια του αντιρατσισμού» για το Left Business Observer, στο οποίο υποστήριξε πως ο αντιρατσισμός ως πολιτική έχει εμφανώς αποτύχει. Νωρίτερα, ο Ρηντ είχε γράψει σχετικά με την καταστροφή από τον τυφώνα Κατρίνα πως η παραπομπή στον ρατσισμό μπορεί να αποδειχθεί απαράδεκτη «περίσπαση» από περισσότερο ουσιώδεις πολιτικές. Ο Ρηντ, ωστόσο, υπέδειξε επίσης πως «η φυλή είναι ταξικό ζήτημα», παρακάμπτοντας παραγωγικά κατά τον τρόπο αυτόν την συνήθη αντινομία «φυλή εναντίον τάξης», η οποία έχει επί μακρόν μαστίσει την αμερικανική «Αριστερά». Λαμβανομένου υπόψιν ότι, ενώ επί του παρόντος οι ρατσιστικές στάσεις ενάντια στους μαύρους έχουν μειωθεί αισθητά, οι κοινωνικές συνθήκες για την τεράστια πλειοψηφία των μαύρων Αμερικανών δεν έχουν βελτιωθεί, αλλά έχουν επιδεινωθεί από την δεκαετία του ’60 - πράγμα που φαίνεται καθαρά στην στατιστική μείωση της κοινωνικής πρόνοιας και της εργασίας και εξίσου και εντυπωσιακότερα, στην μαζική ποινικοποίηση και τον εγκλεισμό σε σωφρονιστικά καταστήματα - εγείρονται σημαντικά ζητήματα σχετικά με τα προβλήματα που αφορούν το ερώτημα της αμερικανικής «φυλής και τάξης» για την «Αριστερά». Αλλά, ίσως, αυτό το ερώτημα έχει ήδη, τώρα, περάσει στην ιστορία.
Η παρούσα στιγμή ίσως αποτελεί μια καλή περίσταση για μια ενδελεχή και κριτική επαναθεώρηση του αντιρατσισμού ως πολιτικής, τόσο σε σχέση με το σήμερα, όσο και αναδρομικά, σε σχέση με την ιστορία της αμερικανικής Αριστεράς, σε ό,τι ο Μπεν Μπλούμπεργκ προσδιόρισε ως «αναπάντητη πρόκληση». Το θέμα είναι πως αν το πρόβλημα του ρατσισμού ενάντια στους μαύρους στις ΗΠΑ έχει αποτελέσει μια αναπάντητη πρόκληση, ενδεχομένως να παραμείνει έτσι, καθώς τώρα έχει περάσει στην ιστορία. Σήμερα, ίσως να αποτελεί λιγότερο το θέμα μιας υπαρκτής πρόκλησης για την Αριστερά, και περισσότερο την κληρονομιά μιας ιστορικά χαμένης ευκαιρίας για την αμερικανική Αριστερά, για την οποία εξακολουθούμε να πληρώνουμε υψηλό τίμημα: τις εξασθενημένες πιθανότητες για μια κοινωνική χειραφετητική και αντικαπιταλιστική πολιτική σήμερα στις ΗΠΑ.
Ξεκάθαρα, το ιστορικό πρόβλημα του ρατσισμού κατά των μαύρων στις ΗΠΑ έχει επιλυθεί ως ένα βαθμό, όμως με τον πολιτικά συντηρητικότερο δυνατό τρόπο. Αυτό που το ιστορικό φαινόμενο της προεδρίας Ομπάμα συμβολίζει αναφορικά με το πρόβλημα του ρατσισμού κατά των μαύρων, είναι το ιστορικό αποτέλεσμα ενός συνδυασμού: 1.) των πρωτοβουλιών της μεσαίας τάξης ενάντια στις διακρίσεις, μαζί με 2.) την οικονομική ύφεση, μετά την δεκαετία του ’60, (στην οποία τα πραγματικά εισοδήματα έχουν μειωθεί για την αμερικανική εργατική τάξη μέχρι και 40%) και τον αποδεκατισμό των εργατικών ενώσεων, και 3.) της πολιτισμικής πολιτικής. Σήμανε την φυσικοποίηση και όχι το ξεπέρασμα της υποτιθέμενης διαίρεσης μαύρων – εργατικής τάξης. Η «Αριστερά» από την δεκαετία του ‘60 και έπειτα, ειδικά μετά την καμπή του κινήματος της Black Power, ενίσχυσε αυτήν την υποτιθέμενη διαίρεση, με δεινά αποτελέσματα τόσο για την τεράστια πλειοψηφία των μαύρων Αμερικανών όσο και για την αμερικανική εργατική τάξη και την Aριστερή πολιτική συνολικά.
Θα εισφέρω μια πολύ προκλητική τυποποίηση αυτού του προβλήματος: το στοιχείο εκείνο που ήταν ιστορικά το πλέον ειδικό και ιδιάζον σχετικά με τον αμερικανικό ρατσισμό κατά των μαύρων, υπήρξε, επίσης, μια έκφραση του μεγαλύτερου χειραφετητικού δυναμικού του αναφορικά με τον καπιταλισμό. Υπάρχει ένα μείζον ιστορικό παράδοξο: ο χειρότερος, ο πιο απόλυτος ρατσισμός στην σύγχρονη ιστορία, αυτός της κατάστασης των μαύρων στις Νότιες ΗΠΑ την εποχή του Τζιμ Κρόου [1], συνέπεσε με το ιστορικά υψηλό της πολιτικής κινητοποίησης και ενίσχυσης της εργατικής τάξης. Θέλω να θέσω αυτό το παράδοξο ως ερώτημα: Ποια ήταν η σχέση μεταξύ της ανάπτυξης της οργάνωσης και της πολιτικής της εργατικής τάξης και της όξυνσης των ρατσιστικών διαιρέσεων στην αμερικανική κοινωνία; Με ποιον τρόπο η «φυλετική» διαίρεση της αμερικάνικης εργατικής τάξης υπήρξε μια έκφραση του αυτοαντιφατικού χαρακτήρα της πολιτικής της εργατικής τάξης υπό το κεφάλαιο; Συναφώς, πώς ο συνδικαλισμός (τρεϊντγιουνιονισμός) της CIO [2] στην δεκαετία του ’30 -ο οποίος σήμαινε την αντιμετώπιση των διαχωρισμών μέσω διαφυλετικής οργάνωσης- έγινε μέχρι την δεκαετία του ‘60, το φάντασμα των εργατικών ενώσεων ως συντηρητικών θεσμών: ως τραστ/συνδικάτων της λευκής εργατικής τάξης, αποκλείοντας τους μαύρους εργάτες;
Αντί να αναλάβω αυτό το πολύ σημαντικό ερώτημα άμεσα, θέλω να δείξω πως, κατά την γνώμη μου, έχει υπάρξει μια ψευδής επίλυση αυτού του ιστορικού προβλήματος στον μετασχηματισμό του αμερικανικού ρατσισμού από τότε, πέρα από τον sui generis χαρακτήρα «κάστας φυλής - χρώματος», (όπως στον «κανόνα της μιας σταγόνας» κλπ.) [3] στην κατεύθυνση της εναρμόνισής του με τον περισσότερο στερεοτυπικό παγκοσμίως ρατσισμό, δηλαδή τον συνδεδεμένο με τις εθνοπολιτισμικές διαιρέσεις στην κοινωνία. Ειδικότερα στην εποχή μετά την δεκαετία του ‘60, υπήρξε ένας ρομαντισμός εναλλακτικών μοντέλων φυλετικής ταυτότητας, για παράδειγμα στην Βραζιλία. Αλλά η Βραζιλία είναι ένα πολύ βάναυσο μέρος για μαύρους ανθρώπους, αν και για λόγους πολιτικής ιστορίας διαφορετικούς από εκείνους για τους οποίους είναι οι ΗΠΑ. Ο βαθμός στον οποίο οι ΗΠΑ γίνονται περισσότερο σαν την Βραζιλία στη δυναμική των φυλετικών σχέσεων, με μια αυστηρή διάκριση μεταξύ των συνθηκών για τους μαύρους ανθρώπους της μεσαίας τάξης και της (υπο)εργατικής τάξης, αντιπροσωπεύει, θεωρώ, μια οπισθοδρομική και όχι προοδευτική τάση. Επιτρέψτε μου να εξηγήσω.
Ο μετασχηματισμός των μαύρων Αμερικανών από μια «κάστα φυλής - χρώματος» σε μια «εθνοτική» ή «πολιτισμικά» διακριτή ομάδα, ο οποίος φαίνεται για παράδειγμα στην αντικατάσταση του «μαύρος» από το «αφροαμερικάνος», έχει σημάνει την απώλεια μιας ευκαιρίας να αναιρεθεί η ειδικά ρατσιστική (και όχι «πολιτισμική») διαίρεση της αμερικάνικης εργατικής τάξης, προς έναν δυνητικό μετασχηματισμό της οργάνωσης και της πολιτικής της εργατικής τάξης σε μια προοδευτική –χειραφετητική και αντικαπιταλιστική κατεύθυνση. Η καταπολέμηση φυλετικών διαιρέσεων αποτελούσε κάποτε ένα ζήτημα γύρω από το οποίο ήταν δυνατόν να οργανωθούν οι εργάτες για ριζοσπαστική πολιτική. Όχι πλέον. Το έργο της πολιτικής ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης παρεκτοπίστηκε από την ενσωμάτωση της μεσαίας τάξης μέσω του μοντέλου της εθνοπολιτισμικής «διαφορετικότητας». Ενώ η φυλή ήταν κάποτε ένα ταξικό ζήτημα, ένα ζήτημα για την αμερικανική εργατική τάξη ως τέτοια, τώρα είναι πολύ λιγότερο. Κατά συνέπεια έπαψε να είναι, όπως κάποτε, ζήτημα - και πρόκληση - του ίδιου είδους για την Αριστερά και την αμερικανική κοινωνία. Η φυλή κατέληξε να ταυτίζεται με το πιο άμεσο πρόβλημα της φτώχειας.
Ο ρατσισμός θα μπορούσε να είναι ένα επαναστατικό ζήτημα, αλλά αποπολιτικοποιήθηκε, τουλάχιστον ως ζήτημα για την εργατική τάξη και την αντικαπιταλιστική Αριστερά. Τώρα περισσότερο από ποτέ «η φυλή είναι ένα ταξικό ζήτημα» (με την έννοια του Ρηντ), αλλά είναι πλέον τέτοιο με έναν τρόπο που (όπως παρατήρησε ο Ρηντ) μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά με αμιγώς ταξικούς όρους, ως ένα ζήτημα της μαύρης εργατική τάξης, αποκαλούμενης και «υποτάξης (underclass)».
Υπάρχει μια ειρωνεία στην διακήρυξη του Αμερικανού σοσιαλιστή της καμπής του 20ού αιώνα, Ευγένιου Ντεμπς [4] , πως ο σοσιαλισμός δεν είχε τίποτα να προσφέρει στους μαύρους εκτός από την υπεράσπιση των συμφερόντων τους ως εργατών. Αυτό (παρ)ερμηνεύτηκε, ειδικά από την «Νέα Αριστερά» της δεκαετίας του ‘60, ωσάν να είναι όχι απλώς ανεπαρκές, αλλά ακόμη κάποια ένδειξη ρατσισμού της εργατικής τάξης ή της «Παλαιάς» Αριστεράς. Ωστόσο, αυτή η διατύπωση του Ντεμπς αποδεικνύεται πως ήταν το πραγματικό ιστορικό καθήκον – καιρό τώρα αποτυχημένο – της Αριστεράς, μέχρι και σήμερα. Το πρόβλημα είναι: πώς εκπληρώνουμε σήμερα το καθήκον που προσδιόρισε ο Ντεμπς; Πώς μετατρέπουμε τον «ρατσισμό» σε ένα «ταξικό ζήτημα», όπως το έθεσε ο Ρηντ, αφού ο ρατσισμός per se φαίνεται πως έχει εξουδετερωθεί ως πολιτικό θέμα στην αμερικάνικη πολιτική ζωή; Ίσως δεν το κάνουμε!
Μπορεί να φαίνεται πως το πρόγραμμα των Γουίλλιαμ Έντουαρντ Μπεργκχαρτ Ντυμπουά / NAACP [5] και του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ Τζούνιορ (της υποτιθέμενης ενσωμάτωσης της «μεσαίας τάξης») έχει εκπληρωθεί, αλλά στην πραγματικότητα ήταν το πρόγραμμα προσαρμογής σε μια προκλητικά άδικη, ταξική και «φυλετική» κατάσταση του Μπούκερ Γουάσινγκτον [6] εκείνο που εντέλει πέτυχε. Μια ολοένα περισσότερο αποτελεσματική μαύρη μεσοαστική πολιτική ηγεσία (πρωτίστως στο Δημοκρατικό αλλά και στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα) «χειρίστηκε» αποτελεσματικά την μαύρη εργατική τάξη, ενόσω τα παράπονά της εξουδετερώθηκαν αποτελεσματικά ως πολιτικά ζητήματα της αμερικανικής κοινωνικής ζωής. Δεν έχουμε μόνο τον Ομπάμα, αλλά με πλέον σημαίνοντα τρόπο ένα πλήθος μαύρων αστυνομικών και δεσμοφυλάκων (για να μην αναφέρουμε στρατιωτικούς διοικητές των ΗΠΑ), οι οποίοι επιβλέπουν την υποβάθμιση της κοινωνικής ζωής. Αυτοί δεν είναι μπαρμπα-Θωμάδες ή «οικιακοί Νέγροι», σύμφωνα με το παλιό φαντασιακό, αλλά μάλλον μια νέα μετά την δεκαετία του ’60 μαύρη μεσαία τάξη διευθυντών της αμερικανικής φτώχειας. Αυτός είναι ο βαθιά συντηρητικός – αντιδραστικός χαρακτήρας της κοινωνικής πολιτικής στην εποχή μας.
Διότι οι μαύροι Αμερικάνοι δεν ήθελαν αναγνώριση των υποτιθέμενων «πολιτισμικών» διαφορών τους, (σκεφτείτε τον Ομπάμα να ακούει Jay-Z στο I-Pod του ενώ κάνει σουτάκια στον Λευκό Οίκο), αλλά απαιτούσαν βασικότερα περισσότερες ευκαιρίες ζωής στην αμερικανική κοινωνία. Έλαβαν το ένα, αλλά όχι το άλλο. Υπό αυτήν την έννοια, έχουμε επιστρέψει πίσω στην αφετηρία. Αυτός είναι ο τρόπος κατά τον οποίο η διατύπωση του Ντεμπς μας στοιχειώνει σήμερα.
Το δικό μας ανοιχτό τραύμα στο παρόν δεν είναι οι πολιτικές της «Μαύρης Δύναμης» της δεκαετίας του ‘60 και οι πολιτισμικές πολιτικές των δεκαετιών του ‘70 και του ‘80, αλλά μάλλον οι βαθύτερες αποτυχίες της πολιτικής της αμερικάνικης εργατικής τάξης στην εποχή μετά την Ανοικοδόμηση [7], οι οποίες έχουν επισκιάσει έκτοτε τις ιστορικές εξελίξεις. Οι ιστορικές φιγούρες που υψώνονται ως κατήγοροι πάνω από το παρόν δεν είναι αυτές του Malcolm X, των Μαύρων Πανθήρων ή του Μάρκους Γκάρβεϋ [8] , αλλά μάλλον του Φρέντρικ Ντάγκλας [9] και του Πωλ Ρόουμπσον [10] –και άρα του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και του Ντυμπουά, αλλά με την λιγότερο οικεία αμφίεση της εργατικής Αριστεράς και όχι μιας «φυλετικής» πολιτικής. Το «όνειρο» του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ έχει μόνο κατ’ επίφαση πραγματοποιηθεί· το πυρηνικό του αίτημα για «δουλειές και ελευθερία», (το σύνθημα της Πορείας στην Ουάσιγκτον του 1963), για όλους τους Αμερικάνους, είναι σαφές ότι δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Αυτό που υποθετικά υπήρξε ένα «ρεφορμιστικό» αίτημα αποδεικνύεται πως είναι το πιο επαναστατικό όλων.
[6]Booker Taliaferro Washington, 1856 – 1915.
[7]Η περίοδος που ακολούθησε το τέλος του αμερικανικού εμφυλίου, μέχρι το 1877. [8]Marcus Garvey [9]Fredrick Douglass[10]Paul Robeson
Μετάφραση Ορέστης Γούλας, επιμέλεια Δώρα Βέττα (μέλη της Platypus Affiliated Society)