Το κεφάλαιο στην ιστορία: Η ανάγκη για μία μαρξική φιλοσοφία της ιστορίας της Αριστεράς
Chris Cutrone
Το κείμενο αυτό είναι μια ομιλία που δόθηκε στο δημόσιο φόρουμ της Marxist-Humanist Committee για την «Κρίση της μαρξιστικής σκέψης» το οποίο φιλοξενήθηκε στο Σικάγο από την Platypus Affiliated Society, την Παρασκευή, 25/7/2008.
Θέλω να μιλήσω για το νόημα της ιστορίας για κάθε Αριστερά που δηλώνει μαρξιστική.
Εμείς στην οργάνωση Πλατύπους εστιάζουμε στην ιστορία της Αριστεράς επειδή πιστεύουμε ότι η αφήγηση καθενός για την ιστορία αυτή είναι στην πραγματικότητα η θεωρία του για το παρόν. Είτε ρητά είτε όχι, σε κάθε σύλληψη της ιστορίας της Αριστεράς υπάρχει μια αποτίμηση για τον τρόπο κατάληξης στο παρόν. Εστιάζοντας στην ιστορία της Αριστεράς ή υιοθετώντας μια αριστεροκεντρική άποψη τής ιστορίας, υποθέτουμε ότι οι πιο σημαντικοί προσδιορισμοί του παρόντος είναι αποτέλεσμα όσων η Αριστερά ιστορικά έκανε ή απέτυχε να κάνει.
Για τους σκοπούς αυτής της ομιλίας θα εστιάσω στο ευρύτερο δυνατό πλαίσιο αυτών των ζητημάτων και προβλημάτων του κεφαλαίου στην ιστορία, στο ευρύτερο δυνατό συγκείμενο εντός του οποίου νομίζω ότι χρειάζεται κανείς να κατανοήσει τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Αριστερά, ιδιαίτερα μια υποτίθεται μαρξική Αριστερά.
Για παράδειγμα, δεν θα εστιάσω τόσο σε θέματα που μας ενδιαφέρουν στην ιστορία των ποικίλων φάσεων και σταδίων του ίδιου του κεφαλαίου, όπως ο ισχυρισμός μας ότι η δεκαετία του ’60 δεν αποτέλεσε κάποιο είδος προόδου, αλλά μια βαθιά οπισθοδρόμηση για την Αριστερά. Δεν θα διευκρινίσω την αποτίμησή μας για τον τρόπο με τον οποίο το παρόν υποφέρει από τουλάχιστον 3 γενιές αποσύνθεσης και οπισθοδρόμησης της Αριστεράς: η πρώτη, τη δεκαετία του ’30, ως τραγωδία∙ η δεύτερη, τη δεκαετία του ’60, ως φάρσα∙ και η πιο πρόσφατη, τη δεκαετία του ’90, ως αποστείρωση.
Αλλά θα επισημάνω πως, για μας, η αναγνώριση της οπισθοδρόμησης αυτής και η προσπάθεια να κατανοήσουμε τη σημασία και τις αιτίες της, είναι ίσως η σημαντικότερη αφετηρία. Το θέμα αυτής της ομιλίας είναι η πιο θεμελιώδης υπόθεση που διαμορφώνει την κατανόησή μας αυτής της οπισθοδρόμησης.
Για λόγους συντομίας, δεν θα παραπέμπω ρητά, αλλά θα ήθελα να δηλώσω το χρέος μου για την ακόλουθη πραγμάτευση μιας δυνητικής μαρξικής φιλοσοφίας της ιστορίας, πέρα από τους ίδιους τους Μαρξ και Ένγκελς, τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, και τους Λένιν και Τρότσκι, στους Γκέοργκ Λούκατς, Καρλ Κορς, Βάλτερ Μπένγιαμιν, Τέοντορ Αντόρνο και, τελευταίο μα όχι λιγότερο σημαντικό, στον μελετητή του Μαρξ, Μοΐσε Ποστόουν. Και επιπλέον θα βρίσκομαι σε διάλογο, μέσω αυτών των συγγραφέων, με τον Χέγκελ, που διέκρινε τη φιλοσοφική ιστορία ως την ιστορία της ανάπτυξης της ελευθερίας.— Για τον Χέγκελ, η ιστορία έχει νόημα μονάχα στο βαθμό που αποτελεί την ιστορία της ελευθερίας.
Το κεφάλαιο είναι εντελώς πρωτοφανές στην ιστορία της ανθρωπότητας, συνεπώς κάθε αγώνας για χειραφέτηση πέραν του κεφαλαίου είναι επίσης πρωτοφανής. Αν και υπάρχει σύνδεση μεταξύ της καινοφανούς φύσης της ανάδυσης του κεφαλαίου στην ιστορία και του αγώνα να ξεπεραστεί, αυτή η σύνδεση μπορεί να είναι επίσης άκρως παραπλανητική, οδηγώντας σε μία ψευδή συμμετρία μεταξύ της μετάβασης σε διαφορετικές περιόδους των μετασχηματισμών του νεώτερου κεφαλαίου (της μετάβασης εντός τους και μεταξύ τους) και της δυνητικής μετάβασης πέρα απ’ το κεφάλαιο. Η εξέγερση της Τρίτης Τάξης (Third Estate) που εγκαινίασε μια συνεχώς εξελίσιμη και πάντοτε ανεξάντλητη νεώτερη ιστορία αστικο-δημοκρατικών επαναστάσεων, αποτελεί τόσο το έδαφος για μια μαρξική προοπτική, όσο και το έδαφος που προέρχεται από μια μαρξική προοπτική: αποτελεί τώρα τη δυνητικά ιστορικά απαρχαιωμένη κοινωνική μορφή πολιτικής από την οποία η προλεταριακή σοσιαλιστική πολιτική επιχειρεί να αναχωρήσει, να πάει παραπέρα.
Ο Χέγκελ, ως ο φιλόσοφος της εποχής τής τελευταίας των μεγάλων αστικο-δημοκρατικών επαναστάσεων που σημάδεψαν την ανάδυση του σύγχρονου κεφαλαίου, της μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης του 1789, ήταν για τον λόγο αυτό ένας θεωρητικός της εξέγερσης της Τρίτης Τάξης. Ο Μαρξ, που ακολούθησε αργότερα, μετά το ξεκίνημα της Βιομηχανικής Επανάστασης του 19ου αιώνα, αντιμετώπισε προβλήματα που δεν αντιμετώπισε ο Χέγκελ.
Έχει συχνά διατυπωθεί από μαρξιστές, αλλά όχι πλήρως κατανοηθεί, ότι ο Μαρξ αναγνώριζε την ιστορική αποστολή του ταξικά συνειδητοποιημένου προλεταριάτου, να ξεπεράσει τον καπιταλισμό κι έτσι να καταργήσει την ταξική κοινωνία. Παραδοσιακά αυτό σήμαινε, κατά παράδοξο τρόπο εντούτοις, είτε το τέλος της προϊστορίας, είτε την απαρχή της αληθινής ιστορίας της ανθρωπότητας.— Κατά μία έννοια, αυτή η διττότητα της δυνατότητας ενός τέλους και μιας αληθινής απαρχής, ήταν μια απάντηση στη δεξιά εγελιανή έννοια του τέλους της ιστορίας, αυτό που υποτίθεται από τους απολογητές του κεφαλαίου ως ο καλύτερος δυνατός κόσμος.
Οι Μαρξ και Ένγκελς, στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, διακήρυξαν τη διάσημη φράση πως όλη η μέχρι τώρα ιστορία υπήρξε ιστορία ταξικών αγώνων∙ ο Ένγκελς πρόσθεσε μια έξυπνη υποσημείωση που διευκρίνιζει: «όλη η καταγεγραμμένη ιστορία». Μπορούμε να συνάγουμε απ’ αυτό πως ο Ένγκελς εννοούσε την ιστορία του πολιτισμού∙ η ιστορία ως ταξική πάλη δεν προσιδιάζει, για παράδειγμα, στην ανθρώπινη ιστορία ή κοινωνική ζωή πριν τον σχηματισμό των τάξεων, την εποχή του υποτιθέμενου «πρωτόγονου κομμουνισμού». Αργότερα, το 1942 (στο δοκίμιο «Στοχασμοί για την ταξική θεωρία»), ο Αντόρνο, ακολουθώντας τον Μπένγιαμιν (στις «Θέσεις για τη φιλοσοφία της ιστορίας», του 1940), έγραψε πως αυτή η σύλληψη όλης της ιστορίας, από τους Μαρξ και Ένγκελς, ως ιστορίας ταξικών αγώνων, ήταν στην πραγματικότητα μια κριτική όλης της ιστορίας, μια κριτική της ίδιας της ιστορίας.
Επομένως, με ποιο τρόπο η κριτική της ιστορίας έχει σημασία για την κριτική του κεφαλαίου; Το πρόβλημα με την τετριμμένη θεώρηση του καπιταλισμού ως πρωτίστως ενός προβλήματος εκμετάλλευσης είναι ότι σ’ αυτή του τη διάσταση το κεφάλαιο αποτυγχάνει να διακρίνει τον εαυτό του από άλλες μορφές πολιτισμού. Αυτό που είναι καινούριο στο κεφάλαιο είναι η κοινωνική κυριαρχία, η οποία πρέπει να διακρίνεται τόσο λογικά όσο και ιστορικά, δομικά και εμπειρικά, από την εκμετάλλευση, στην οποία δεν είναι αναγώγιμη. Κοινωνική κυριαρχία σημαίνει την κυριαρχία του κεφαλαίου επί της κοινωνίας. Αυτό είναι καινοφανές σχετικά με το κεφάλαιο στην ιστορία του πολιτισμού∙ πρότερες μορφές πολιτισμού γνώριζαν τη φανερή κυριαρχία μερικών κοινωνικών ομάδων επί κάποιων άλλων, αλλά δεν γνώριζαν, όπως ο Μαρξ αναγνώρισε στο κεφάλαιο, μια κοινωνική δυναμική στην οποία υπάγονται όλες οι κοινωνικές ομάδες —όλες οι πτυχές της κοινωνίας στο σύνολό της.
Πρέπει λοιπόν να χαράξουμε αρχικά μια διαχωριστική γραμμή περίπου 10.000 χρόνια πριν, με τις απαρχές του πολιτισμού και της ταξικής κοινωνίας, όταν έλαβε χώρα η μεγάλη γεωργική επανάσταση της νεολιθικής εποχής, και τα ανθρώπινα όντα από νομάδες κυνηγοί – τροφοσυλλέκτες έγιναν εγκατεστημένοι καλλιεργητές της γης. Η επικρατούσα μορφή ζωής για την ανθρωπότητα μετέβη από τον κυνηγό-τροφοσυλλέκτη στον χωρικό, κι έτσι παρέμεινε για το μεγαλύτερο μέρος της ακόλουθης ιστορίας.
Εντούτοις, αρκετές εκατοντάδες χρόνια πριν, ένας παρόμοιος βαθύς μετασχηματισμός ξεκίνησε κατά τον οποίο ο κυρίαρχος τρόπος ζωής μετέβη από τον γεωργό χωρικό στον εργαζόμενο του άστεως: μισθωτό, κατασκευαστή και βιομηχανικού παραγωγού.
Εγγύτερα, με τη Βιομηχανική Επανάσταση κατά τα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα, κάποιες πτυχές αυτής της «αστικής» εποχής του πολιτισμού και της κοινωνίας εκδηλώθηκαν και έριξαν νέο φως σ’ αυτή την ιστορία ανάδυσης της νεωτερικότητας. Αντί για το «τέλος της ιστορίας», όπως νόμιζαν μέχρι εκείνη την εποχή οι αστοί στοχαστές, η νεώτερη κοινωνική ζωή εισήλθε σε οξεία κρίση που προβληματικοποίησε θεμελιωδώς τη μετάβαση στην εδραιωμένη στον εργάτη κοινωνία, από την εδραιωμένη στον χωρικό.
Τον 19ο αιώνα, με τον Μαρξ, ήρθε η αντίληψη ότι η αστική κοινωνία, μαζί με όλες τις κατηγορίες της περί υποκειμενικότητας, της αξιοποίησης της εργασίας συμπεριλαμβανομένης, μπορεί και η ίδια να είναι μεταβατική, ότι ο τελικός στόχος της ανθρωπότητας ενδέχεται να μη βρίσκεται στο παραγωγικό άτομο της αστικής θεωρίας και πράξης, αλλά ότι αυτή η κοινωνία ενδέχεται να παραπέμπει πέρα από τον εαυτό της, προς έναν δυνητικό ποιοτικό μετασχηματισμό, τουλάχιστον τόσο βαθύ όσο αυτόν που διαχώρισε τον τρόπο ζωής του χωρικού απ’ αυτόν του «προλετάριου» του άστεως. Πράγματι, προς μία μετάβαση περισσότερο της τάξεως βαθύτητας της νεολιθικής επανάστασης στη γεωργία που τερμάτισε την κυνηγετική – τροφοσυλλεκτική κοινωνία 10.000 χρόνια πριν, βαθύτερη απ΄αυτή που διαχώρισε τη νεώτερη από την παραδοσιακή κοινωνία.
Την ίδια στιγμή που αυτή η νεώτερη, αστική κοινωνία, εξελισσόμενη με υψηλή ταχύτητα μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα, περιήλθε σε κρίση, ένα καινούργιο, άνευ προηγουμένου ιστορικό φαινόμενο εκδηλώθηκε στην πολιτική ζωή: η «Αριστερά». — Ενώ πιο πρώιμες μορφές πολιτικής σίγουρα αμφισβητούσαν αξίες, αυτό δεν το έκαναν σε όρους ιστορικής «προόδου», η οποία έγινε το σήμα κατατεθέν της Αριστεράς.
Η Βιομηχανική Επανάσταση των αρχών του 19ου αιώνα, η εισαγωγή της μηχανικής παραγωγής, συνοδεύτηκε από τις αισιόδοξες και ενθουσιώδεις σοσιαλιστικές ουτοπίες που ενέπνεαν αυτές οι νέες εξελίξεις, αναδεικνύοντας φανταστικές δυνατότητες που εξέφρασε η φαντασία των Φουριέ και Σαιν Σιμόν, μεταξύ άλλων.
Ο Μαρξ έβλεπε την κοινωνία του «αστικού δικαίου» και της «ιδιωτικής ιδιοκτησίας» ως πράγματι ήδη βασισμένη στην κοινωνική συγκρότηση και διαμεσολάβηση της εργασίας, από την οποία αντλούνταν η ιδιωτική ιδιοκτησία, και έθεσε το ερώτημα κατά πόσο η τροχιά αυτής της κοινωνίας, από την εξέγερση της Τρίτης Τάξης και την εποχή της μανιφακτούρας τον 18ο αιώνα στη Βιομηχανική Επανάσταση του 19ου αιώνα, υποδείκνυε τη δυνατότητα μίας περαιτέρω ανάπτυξης.
Στη μέση των δραματικών κοινωνικών μετασχηματισμών του 19ου αιώνα στους οποίους, όπως το έθεσε ο Μαρξ στο Μανιφέστο, «κάθε τι συμπαγές εξατμίζεται», ήδη από το 1843, ο Μαρξ προέβλεψε και αντιμετώπισε τη μελλοντική κατ’ουσίαν προλεταριοποίηση της κοινωνίας, και αναρωτήθηκε εάν και πώς η ανθρωπότητα σε προλεταριακή μορφή θα μπορούσε να απελευθερώσει τον εαυτό της απ’ αυτή την κατάσταση, εάν και πώς, και με ποιά αναγκαιότητα το προλεταριάτο θα «υπερέβαινε» και θα «καταργούσε τον εαυτό του». Ήδη πρώιμα, στα Χειρόγραφα του 1844, ο Μαρξ αναγνώρισε ότι ο σοσιαλισμός (του Προυντόν κ.α.) ήταν και ο ίδιος συμπτωματικός του κεφαλαίου: η προλεταριακή εργασία συγκροτούσε το κεφάλαιο κι έτσι η πολιτική της ήταν συμπτωματική του τρόπου με τον οποίο η κοινωνία που καθοριζόταν απ’ το κεφάλαιο θα μπορούσε να αποκαλυφθεί ως μεταβατική, παραπέμποντας πέρα απ’ αυτήν.— Αυτή ήταν η πιο θεμελιώδης αφετηρία του Μαρξ, ότι η προλεταριοποίηση ήταν ένα ουσιώδες κοινωνικό πρόβλημα και όχι απλώς σχετικό με την αστική τάξη, και ότι η προλεταριοποίηση της κοινωνίας δεν συνιστούσε το ξεπέρασμα του κεφαλαίου αλλά την πλήρη πραγμάτωσή του, και ότι αυτή — η προλεταριοποιημένη κοινωνία του κεφαλαίου — παρέπεμπε πέραν του εαυτού της.
Έτσι, με τον Μαρξ γεννήθηκε η φιλοσοφία της ιστορίας της Αριστεράς. Διότι ο Μαρξ δεν ήταν τόσο ένα σοσιαλιστής ή κομμουνιστής όσο ένας στοχαστής που ανέθεσε στον εαυτό του το καθήκον της κατανόησης του νοήματος της ανάδυσης του προλεταριακού σοσιαλισμού στην ιστορία. Ο Μαρξ δεν ήταν απλά ο καλύτερος ή ο πιο συνεπής ή ριζοσπάστης σοσιαλιστής, αλλά μάλλον ο πιο ιστορικά, και συνεπώς κριτικά, έχων αυτεπίγνωση. Με τον «επιστημονικό» σοσιαλισμό ο Μαρξ αντιλήφθηκε πως επεξεργαζόταν μία μορφή γνώσης που έχει επίγνωση των δικών της συνθηκών δυνατότητας.
Για μία εγελιανή και μαρξική αποσαφήνιση της εξειδίκευσης του νεώτερου προβλήματος της κοινωνικής ελευθερίας γίνεται εντούτοις σαφές ότι η Αριστερά πρέπει να ορίσει τον εαυτό της όχι κοινωνιολογικά, επί των όρων είτε της κοινωνικο-οικονομικής τάξης είτε της αρχής του κολλεκτιβισμού επί του ατομικισμού κ.λπ., αλλά μάλλον ως θέμα συνείδησης, και ειδικότερα ιστορικής συνείδησης.
Διότι, με αφετηρία τον Μαρξ, είναι η συνείδηση της ιστορίας και του ιστορικού δυναμικού και δυνατοτήτων, όσο ουτοπικές και αμυδρές κι αν εμφανίζονται, που διακρίνει την Αριστερά από τη Δεξιά, όχι ο αγώνας ενάντια στην καταπίεση — τον οποίο επικαλείται επίσης η σύγχρονη Δεξιά. Η Δεξιά δεν εκπροσωπεί το παρελθόν αλλά μάλλον τον αποκλεισμό των δυνατοτήτων του παρόντος.
Για τον λόγο αυτό έχει σημασία για μας να αναγνωρίσουμε το δυνάμει και το γεγονός της οπισθοδρόμησης που υπέφεραν οι δυνατότητες της Αριστεράς στη θεωρία και πράξη, ως αποτέλεσμα της εγκατάλειψης της ιστορικής συνείδησης για χάρη της αμεσότητας των αγώνων ενάντια στην καταπίεση.
Η κριτική του Μαρξ στον συμπτωματικό σοσιαλισμό, από τους Προυντόν, Λασάλ, Μπακούνιν κ.α. μέχρι τους ίδιους τους οπαδούς του στο νέο γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και το πρόγραμμά του, της Γκότα (όπως επίσης και η επακόλουθη κριτική του Ένγκελς στο πρόγραμμα της Ερφούρτης), στόχευε στη διατήρηση του μαρξικού οράματος που αντιστοιχούσε στον ορίζοντα της δυνατότητας μίας μετακαπιταλιστικής και μεταπρολεταριακής κοινωνίας.
Δυστυχώς, ακόμα και όσο ζούσε ο Μαρξ, η μορφή πολιτικής που επιδίωκε να εμπνεύσει άρχισε να πέφτει πολύ κάτω από το επίπεδο αυτής της κριτικά σημαντικής συνείδησης της ιστορίας. Και η μεγάλη πλειοψηφία αυτής της οπισθοδρόμησης έλαβε χώρα ακριβώς στο όνομα του «μαρξισμού». Καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας του μαρξισμού, από τις διενέξεις με τους αναρχικούς στην 1η Διεθνή Ένωση των Εργατών, τις διενέξεις στη 2η Σοσιαλιστική Διεθνή, μέχρι τις επακόλουθες ρήξεις στο μαρξιστικό κίνημα των εργατών με την καθοδηγούμενη από τους μπολσεβίκους Τρίτη Κομμουνιστική Διεθνή και την τροτσκιστική Τέταρτη Διεθνή, έλαβε χώρα ένας, κάποιες φορές ηρωικός αλλά, αναδρομικά, σε μεγάλο βαθμό τραγικός αγώνας για τη διατήρηση ή την ανάκτηση κάποιου στοιχείου της αρχικής μαρξικής αφετηρίας για τον σύγχρονο προλεταριακό σοσιαλισμό.
Στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, οι εξελίξεις οπισθοδρόμησαν τόσο πολύ πίσω από την αρχική μαρξιστική αυτοσυνείδηση ώστε ο ίδιος ο μαρξισμός έγινε μία καταφατική ιδεολογία της βιομηχανικής κοινωνίας και το κατώφλι της μετακαπιταλιστικής κοινωνίας συσκοτίστηκε, βρίσκοντας μόνο αμβλεία έκφραση στις ποικίλες επανερχόμενες ουτοπικές ιδεολογίες και, τελικά, στην πιο πρόσφατη περίοδο, στην ηγεμονία «αναρχικών» ιδεολογιών και ρομαντικών απορρίψεων της νεωτερικότητας.
Όμως, πέρα απ’ αυτή την κρίση και το πέρασμα στη λήθη μιας συγκεκριμένα μαρξικής προσέγγισης, η ίδια η «Αριστερά», η οποία αναδύθηκε προτού οι Χέγκελ και Μαρξ αποπειραθούν να φιλοσοφήσουν την ιστορική της σημασία, έχει κατ’ ουσίαν αφανισθεί. Η παρούσα ανικανότητα διάκρισης των συντηρητικών-αντιδραστικών από τις προοδευτικές-χειραφετητικές απαντήσεις στα προβλήματα της διεπόμενης από το κεφάλαιο κοινωνίας, είναι αδιαχώριστη από την παρακμή και εξαφάνιση του κοινωνικού κινήματος του προλεταριακού σοσιαλισμού για το οποίο ο Μαρξ είχε επιδιώξει να παρέχει μία πιο επαρκή και προκλητική αυτοσυνείδηση την εποχή της ανάδυσής του, τον 19ο αιώνα.
Παραδόξως, όπως ήδη έδειξε ο Λούκατς, σχεδόν έναν αιώνα πριν, ακολουθώντας τη Λούξεμπουργκ και τον Λένιν, ενώ η φαινόμενη δυνατότητα ξεπεράσματος του κεφαλαίου προσεγγίζεται σε ορισμένα σημεία, υπό μία άλλη έννοια φαίνεται να υποχωρεί αχανώς πέρα από τον ορίζοντα της δυνατότητας. Μπορούμε να ακολουθήσουμε την πρώιμη διαπίστωση της Λούξεμπουργκ περί του οπορτουνισμού που πάντα μας απειλεί, όχι σαν ένα είδος ξεπουλήματος ή πτώσης από τη δόξα, αλλά σαν την εκδήλωση του πολύ πραγματικού φόβου που συνοδεύει την ανατέλλουσα επίγνωση των σοβαρών κινδύνων που συνεπάγεται η προσπάθεια της θεμελιώδους κίνησης του κόσμου πέρα απ’ το κεφάλαιο;
Το χειρότερο — που, προς το παρόν, προηγείται κάθε κινδύνου «οπορτουνισμού» — με την ακραία εκτράχυνση, αν όχι απόλυτη αποσύνθεση, της ικανότητάς μας να αντιλαμβανόμαστε και να μετασχηματίζουμε το κεφάλαιο με την πολιτική της εργατικής τάξης, είναι η εκτράχυνση της ικανότητάς μας ακόμα και να αναγνωρίζουμε και να αντιλαμβανόμαστε, πόσο μάλλον να κατανοούμε επαρκώς, την κοινωνική μας πραγματικότητα. Δεν υποφέρουμε απλά από οπορτουνισμό αλλά μάλλον από έναν βασικότερο αποπροσανατολισμό. Σήμερα αντιμετωπίζουμε το πρόβλημα, όχι της αλλαγής του κόσμου αλλά, πιο θεμελιωδώς, της κατανόησής του.
Από την άλλη πλευρά, προσεγγίζοντας τον μαρξικό σοσιαλισμό, έχουμε να κάνουμε με μια «ουτοπία»; — Κι αν είναι έτσι, τι σημαίνει αυτό; Ποια είναι η σημασία της «ουτοπικής» μας αίσθησης του ανθρώπινου δυναμικού πέρα από το κεφάλαιο και την προλεταριακή εργασία; Είναι ένα απλό όνειρο;
Ο Μαρξ ξεκίνησε με τον ουτοπικό σοσιαλισμό και κατέληξε με την πιο επιδρώσα, αν και θεαματικά αποτυχημένη, σύγχρονη πολιτική ιδεολογία, τον «επιστημονικό σοσιαλισμό». Την ίδια στιγμή, ο Μαρξ μάς έδωσε ένα οξυδερκές και αιχμηρά κριτικό πλαίσιο για τη σύλληψη των λόγων για τους οποίους τα τελευταία 200 χρόνια υπήρξαν, μακράν, η πιο θυελλωδώς μετασχηματιστική αλλά επίσης καταστροφική εποχή του ανθρώπινου πολιτισμού, γιατί αυτή η περίοδος υποσχέθηκε τόσα πολλά κι όμως απογοήτευσε τόσο πικρά. Τα τελευταία 200 χρόνια είδαν περισσότερες και βαθύτερες αλλαγές, απ’ όσες είδαν προηγούμενες χιλιετίες. Ο Μαρξ προσπάθησε να συλλάβει τους λόγους γι’ αυτό. Άλλοι απέτυχαν να δουν τη διαφορά και προσπάθησαν να επαναφομοιώσουν τη σύγχρονη ιστορία πίσω στους προγόνους της (για παράδειγμα, στις μεταμοντερνιστικές ψευδαισθήσεις ενός αέναου μεσαιωνισμού: δες το βιβλίου του Bruno Latour, «Δεν υπήρξαμε ποτέ σύγχρονοι» - 1993).
Τί θα σήμαινε να πραγματευτούμε ολόκληρο το μαρξικό πρόταγμα ως, πρώτα και κύρια, την αναγνώριση της ιστορίας της νεωτερικότητας tout court ως μίας παθολογίας της μετάβασης, από τη γεωργική επανάσταση 10.000 χρόνια πριν και τους πολιτισμούς που βασίστηκαν σ’ έναν ουσιωδώς αγροτικό τρόπο ζωής, μέσω της ανάδυσης της εμπορευματικής μορφής της κοινωνικής διαμεσολάβησης, στον σημερινό παγκόσμιο πολιτισμό που κυριαρχείται από το κεφάλαιο, προς τη μορφή της ανθρωπότητας που μπορεί να εκτείνεται πέρα απ’ αυτό;
Με τον Μαρξ, ερχόμαστε αντιμέτωποι με την αυτοσυνείδηση ενός σκοτεινού και μυστηριώδους ιστορικού καθήκοντος που μπορεί να αποσαφηνιστεί περαιτέρω θεωρητικά μόνο διαμέσου της μετασχηματιστικής πρακτικής — της πρακτικής του προλεταριακού σοσιαλισμού. Όμως αυτό το καθήκον έχει εγκαταλειφθεί για χάρη αγώνων που είναι ουσιωδώς ανασυγκροτητικοί για το κεφάλαιο, που προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τις μεταστροφές της δυναμικής της σύγχρονης ιστορίας. Αλλά αυτή η επαναφομοίωση του μαρξισμού πίσω σε μια ιδεολογία χαρακτηριστική της εξέγερσης της Τρίτης Τάξης σημαίνει την απώλεια του αληθινού ορίζοντα της δυνατότητας που κινητοποίησε τον Μαρξ και έδωσε στο πρόταγμά του νόημα και επιτακτικότητα.
Μπορούμε να ακολουθήσουμε τον Μαρξ, και τους καλύτερους ιστορικά μαρξιστές που τον ακολούθησαν, στην αναγνώριση των ίδιων των μορφών δυσαρέσκειας της παθολογικής κοινωνίας στην οποία ζούμε ως συμπτωματικών και συνδεδεμένων με τα ίδια τα προβλήματα εναντίον των οποίων μαίνονται; Μπορούμε να αποφύγουμε τον πρόωρο μετακαπιταλισμό και τον κακό, αντιδραστικό ουτοπισμό που συνοδεύουν τον παρόντα θάνατο της Αριστεράς στη θεωρία και πράξη, και να διατηρήσουμε και να εκπληρώσουμε τα καθήκοντα που μας έχει παραδώσει η ιστορία; Μπορούμε να αναγνωρίσουμε την ευρύτητα και το βάθος του προβλήματος που επιχειρούμε να ξεπεράσουμε χωρίς να οπισθοχωρούμε σε ευσεβείς πόθους και ιδεολογική δοξολόγηση του τετελεσμένου γεγονότος, και σε απολογητική παρορμήσεων που μόνο φαινομενικά στρέφονται εναντίον του, εις βάρος αυτού που ενδέχεται να εκτείνεται πέρα από τις παγίδες των δεινών του παρόντος;
Χρειαζόμαστε επειγόντως μία οξυδερκή επίγνωση της ιστορικής μας εποχής καθώς και της προσωρινής μας στιγμής, τώρα, εντός της. — Πρέπει να αναρωτηθούμε για τα στοιχεία της τωρινής στιγμής που θα μπορούσαν να καταστήσουν βιώσιμη τη δυνατότητα ανάκτησης μίας μαρξικής κοινωνικής και πολιτικής συνείδησης, και για τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να την αναπτύξουμε ανακτώντας την.
Διότι η παθολογία της νεώτερης κοινωνίας μας η οποία διαμεσολαβείται από το κεφάλαιο, από την προλεταριακή μορφή της κοινωνικής ζωής και τις αυτο-αντικειμενικοποιήσεις της, τις νέες μορφές της ανθρωπότητας που καθιστά δυνατές, οι οποίες είναι εντελώς πρωτοφανείς στην ιστορία, η παθολογία αυτή μονάχα οξύνεται όσο περισσότερο καθυστερείται η υλοποίηση των πιθανών και αναγκαίων βημάτων στα επόμενα επίπεδα του αγώνα για την ελευθερία.
Η παθολογία οξύνεται, όχι απλά από την άποψη των ποικίλων μορφών καταστροφής της ανθρωπότητας, οι οποίες είναι τρομακτικές, αλλά επίσης, και ίσως πιο σημαντικά – και ενοχλητικά – στην έκδηλη επιδείνωση των κοινωνικών συνθηκών και ικανοτήτων πρακτικής πολιτικής στην Αριστερά, και στην επιδείνωση της θεωρητικής μας επίγνωσης αυτών. Αν έχει υπάρξει μια κρίση και απογύμνωση της μαρξικής σκέψης, έχει υπάρξει επειδή το πιο θεμελιώδες πλαίσιο και η αφετηρία της, η επίγνωση της σπουδαιότερης ιστορικής στιγμής της, η δυνατότητα μιας εποχικής μετάβασης, έχει λησμονηθεί, ενώ δεν έχουμε πάψει να μετέχουμε αυτής της στιγμής, παρά μόνο χάσαμε την επαφή με τις αναγκαιότητες και δυνατότητές της. Οποιαδήποτε μελλοντική χειραφετητική πολιτική πρέπει να ξαναβρεί αυτή την επίγνωση της μεταβατικής φύσης της καπιταλιστικής νεωτερικότητας, και των λόγων για τους οποίους πληρώνουμε ένα τόσο υπερβολικό τίμημα αποτυγχάνοντας να την αναγνωρίσουμε. |P